Εξοχικά Διαμερίσματα ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.

Περισσότερα »

Εγγραφή Μέλους

Περισσότερα »

Εκπτωτικό Σχέδιο Μελών ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.

Περισσότερα »

Τα νέα του Κλάδου Συνταξιούχων ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.

Περισσότερα »

Με βάση το Μέρος XI των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), κατά την επανεξέταση από τη διοίκηση πράξεων και/ή αποφάσεων που έχουν ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο ισχύουν τα ακόλουθα:

«57. Έπειτα από ακυρωτική απόφαση η πράξη εξαφανίζεται και η διοίκηση υποχρεούται να επαναφέρει τα πράγματα στη θέση στην οποία βρίσκονταν πριν από την έκδοση της πράξης που ακυρώθηκε.


58. Κατά την επανεξέταση πράξης της που έχει ακυρωθεί, η διοίκηση οφείλει να λάβει υπόψη το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η σχετική απόφασή της. Κατ’ εξαίρεσιν και τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου είναι εφαρμοστέο το κατά το χρόνο της έκδοσης της νέας πράξης νομικό καθεστώς, όταν το νεότερο νομοθέτημα είναι αναδρομικής ισχύος ή όταν προκύπτει από αυτό ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται στο εξής την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων.

59.(1) Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν ισχύ δεδικασμένου. Η ακυρωτική απόφαση ισχύει έναντι όλων. Η απορριπτική απόφαση ισχύει έναντι του αιτούντος.
(2) Κατά την επανεξέταση, η διοίκηση δεσμεύεται από το διατακτικό της δικαστικής απόφασης και από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου για την ύπαρξη ορισμένων νομικών και πραγματικών καταστάσεων που υφίσταντο κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης στις οποίες στηρίχτηκε το διατακτικό της απόφασης».

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει ασχοληθεί επανειλημμένα με το ζήτημα της επανεξέτασης ακυρωθείσας πράξης δυνάμει δικαστικής απόφασης και ειδικότερα σε σχέση με το σημείο από το οποίο αρχίζει η επανεξέταση καθώς και για το τι εξετάζεται κατά το στάδιο της επανεξέτασης.

 

Στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 44/2009 Ευσταθίου v. Δημοκρατίας, απόφαση ημερομηνίας 12.02.2012, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου σημείωσε τα ακόλουθα σχετικά: «Συμφωνούμε με τη διαπίστωση του αδελφού μας Δικαστή ότι η αρχική προφορική εξέταση εξήλθε αλώβητη κατά τον αναθεωρητικό έλεγχο και ότι ορθά η ΕΔΥ εφαρμόζοντας το άρθρο 34Α(3) την έλαβε υπόψη κατά την επανεξέταση, η οποία δεν γίνεται εφ' όλης της ύλης, αλλά αφορά μόνο σε όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Η επανεξέταση αρχίζει από το σημείο που διαπιστώνεται η πλημμέλεια (βλ. Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.α. (2002) 3 ΑΑΔ 601 και Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 ΑΑΔ 38). Το ίδιο ισχύει και για την εφαρμογή του άρθρου 34Α(6) αφού η σύσταση του Γενικού Διευθυντή αποτελεί μέρος του προηγούμενου καθεστώτος που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της απόφασης. Κατά την κρίση μας, ορθά λήφθηκε υπόψη το άρθρο 34(6) και (7) και όχι οι επιφυλάξεις του εδαφίου (6), αφού με το δεδικασμένο δεν επηρεαζόταν ούτε η σύσταση, ούτε η προφορική συνέντευξη, αλλά αφορούσε στα προσόντα και πείρα του ΕΜ».

 

Και ενώ ο νομοθέτης μερίμνησε όπως κάτω από σαφείς προϋποθέσεις η ακυρωτική απόφαση μη συμπαρασύρει ούτε τη σύσταση, ούτε τη προφορική συνέντευξη, δεν έπραξε το ίδιο για την γραπτή εξέταση. Και επειδή είχαμε υπόψη μας συγκεκριμένες ακυρωτικές αποφάσεις που οδηγούσαν σε θυματοποίηση των ακυρωθέντων όχι εξαιτίας δικής τους υπαιτιότητας, αλλά λόγω λαθών και/ή παραλείψεων της διοίκησης, μετά από ενέργειες της Οργάνωσης, ΔΗΣΥ, ΑΚΕΛ και ΔΗΚΟ κατέθεσαν πρόταση νόμου στη Βουλή των Αντιπροσώπων για τροποποίηση του άρθρου 34Α του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, ώστε να ρυθμιστεί η διαδικασία επανεξέτασης πλήρωσης θέσεων Πρώτου Διορισμού και Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής μετά από ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου που αφορά σε διοικητικό λάθος ή και παρατυπία.

 

Εισάγοντας την πρόταση νόμου, οι εισηγητές της ενημέρωσαν την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών, ότι η κατάθεσή της αποσκοπεί στον εξορθολογισμό κάποιων διαδικασιών που περιλαμβάνονται στο νόμο για τη δημόσια υπηρεσία, με την παροχή δυνατότητας διόρθωσης τυπικών λαθών ή παραλείψεων χωρίς να απαιτείται προς τούτο η ακύρωση ολόκληρης της διαδικασίας. Ειδικότερα, με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, όπως είχαν αρχικά κατατεθεί από τους εισηγητές της πρότασης νόμου, προβλεπόταν ότι, σε περίπτωση που σύμφωνα με ακυρωτική απόφαση η συγκρότηση της αρμόδιας κατά περίπτωση αρχής πάσχει, η διεξαγωγή γραπτής εξέτασης δεν επαναλαμβάνεται και κατά την επανεξέταση της διαδικασίας για την πλήρωση των εν λόγω θέσεων Πρώτου Διορισμού ή Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής η διεξαχθείσα γραπτή εξέταση λογίζεται ως έγκυρη.

 

Κατά τη συζήτηση της πρότασης νόμου ενώπιον της Επιτροπής οι εκπρόσωποι του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών συμφώνησαν με τους σκοπούς και τις επιδιώξεις της πρότασης νόμου, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τη γενική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι οι διοικούμενοι δεν πρέπει να θυματοποιούνται από τα λάθη ή τις παραλείψεις της διοίκησης.

 

Η εκπρόσωπος της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας εξέφρασε την άποψη ότι με την προτεινόμενη τροποποίηση επιταχύνονται οι σχετικές διαδικασίες και αποφεύγεται η θυματοποίηση των πολιτών λόγω παραλείψεων ή λαθών της διοίκησης και ως εκ τούτου ενισχύεται η εμπιστοσύνη του κοινού προς το θεσμό της ΕΔΥ.

 

Ενώπιον της Επιτροπής συμφωνήσαμε με τη φιλοσοφία της πρότασης νόμου, σημειώνοντας ότι ήδη υπάρχει στο βασικό νόμο ρύθμιση που προβλέπει για την εγκυρότητα προφορικής εξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση. Μάλιστα, καταθέσαμε γραπτή εισήγηση για τροποποίηση της προτεινόμενης ρύθμισης, έτσι ώστε αυτή να αναφέρεται σε ακυρωτική απόφαση που να αφορά τη συγκρότηση, αλλά και τη σύνθεση της αρμόδιας κατά περίπτωση αρχής.

 

Στα πλαίσια της περαιτέρω συζήτησης επί των προνοιών της πρότασης νόμου, η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών προβληματίστηκε ιδιαίτερα όσον αφορά την ευρύτερη διαμόρφωση της σχετικής πρόνοιας, έτσι ώστε αυτή να μην περιορίζεται σε περιπτώσεις όπου η ακυρωτική απόφαση βασίζεται σε μη ουσιώδεις λόγους σχετικούς με τη συγκρότηση της αρμόδιας αρχής, αλλά να προνοεί ότι ακυρωτική απόφαση του δικαστηρίου με την οποία ακυρώνεται διοικητική απόφαση για λόγους οι οποίοι δεν αφορούν το κύρος ή τη νομιμότητα γραπτής εξέτασης των υποψηφίων που έχει διεξαχθεί στα πλαίσια της διαδικασίας έκδοσης της διοικητικής απόφασης να μην επηρεάζει το κύρος και τη νομιμότητα της εν λόγω γραπτής εξέτασης.

 

Τα μέλη της Επιτροπής συμφώνησαν ότι με τη γενικότερη διατύπωση αποφεύγεται συγκεκριμενοποίηση του λόγου ακύρωσης που ενεργοποιεί την προβλεπόμενη στην πρόνοια διαδικασία και επιτρέπει την εφαρμογή της πρόνοιας, αν η σχετική ακυρωτική απόφαση αφορά σε οποιοδήποτε λόγο ο οποίος δεν είναι ουσιαστικός και δεν επηρεάζει τη γραπτή εξέταση.

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών διαμόρφωσε ανάλογα το κείμενο της πρότασης νόμου και ομόφωνα εισηγήθηκε στην ολομέλεια του σώματος την ψήφιση της πρότασης νόμου σε νόμο. Ομόφωνα η πρόταση νόμου ψηφίστηκε σε νόμο.

 

Η νέα διάταξη παρατίθεται αυτούσια κατωτέρω:
«(7Α) Η ακυρωτική απόφαση του δικαστηρίου δεν επηρεάζει το κύρος και τη νομιμότητα της γραπτής εξέτασης των υποψηφίων που έχει διεξαχθεί στα πλαίσια της διαδικασίας έκδοσης της ακυρωθείσας απόφασης της Επιτροπής, αν οι λόγοι της ακύρωσης της απόφασης της Επιτροπής, δεν αφορούν στο κύρος ή στη νομιμότητα της γραπτής εξέτασης που έχει διεξαχθεί». Αναντίλεκτα η πιο πάνω ρύθμιση, με απλό και εύκολο τρόπο, αποτρέπει τη θυματοποίηση των ακυρωθέντων λόγω παραλείψεων ή λαθών της διοίκησης και συνακόλουθα ενισχύει την εμπιστοσύνη του κοινού προς το κράτος. Πρόσθετα η μη επανάληψη των γραπτών εξετάσεων συμβάλλει στην επιτάχυνση των σχετικών διαδικασιών και περιορίζει σημαντικά το διοικητικό κόστος».