Εξοχικά Διαμερίσματα ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.

Περισσότερα »

Εγγραφή Μέλους

Περισσότερα »

Εκπτωτικό Σχέδιο Μελών

Περισσότερα »

Τα νέα του Κλάδου Συνταξιούχων ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.

Περισσότερα »

Σε προηγούμενό μου άρθρο δημοσίευσα σύνοψη της απόφασης του Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Στέλιου Ναθαναήλ. Πρόθεσή μου ήταν να ασχοληθώ με όλες τις αποφάσεις.

 

Στο σημερινό άρθρο δημοσιεύω μια πολύ περιεκτική σύνοψη της απόφασης του Δικαστή Λεωνίδα Παρπαρίνου. Είναι η ταπεινή μου γνώμη ότι είναι μια αξιόλογη απόφαση. Την διάβασα και την ξαναδιάβασα. Ομολογώ χωρίς υπερβολή ότι είναι τέλεια. Διακρίβωση ορθών σαφών γεγονότων και συμπερασμάτων. Αυτή είναι η βασική Αριστοτελική Αρχή. Προοδευτική ανάπτυξη όλων των πτυχών του θέματος, ολόκληρης της διάστασής του.

 

Ο Δικαστής παραθέτει τις πρόνοιες του Άρθρου 23 του Συντάγματος και εξετάζει αν ο μισθός, η σύνταξη, η προσαύξηση και το τιμαριθμικό επίδομα εμπίπτουν στην έννοια της ιδιοκτησίας.

 

Στη βάση αυθεντιών καταλήγει ότι ο όρος ιδιοκτησία, ο οποίος είναι αντικείμενο του Άρθρου 23 του Συντάγματος, έχει την ίδια έννοια με την «κυριότητα», ήτοι άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία επί του πράγματος. Δείτε Δ. Δαγτόγλου «Συνταγματικό Δίκαιο», Ατομικά Δικαιώματα, 4η έκδοση, 2012, σελ. 893.

 

Στην υπόθεση Δημητριάδη κ.α. και Υπουργικό Συμβούλιο κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85 λέχθηκε ότι οι σχετικές με την ιδιοκτησία διατάξεις του πρόσθετου πρωτοκόλλου ταυτίζονται στην ουσία με τις πρόνοιες του  Άρθρου 23.1. Η λέξη «possession» που συναντάται στο Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1, έχει ερμηνευθεί ότι σημαίνει την αυτόνομη έννοια, η οποία καλύπτει τα υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία και τα στοιχεία (assets), για τα οποία ο απαιτών μπορεί να επιχειρηματολογήσει ότι έχει νόμιμη προσδοκία (legitimate expectation) να εξασφαλίσει αποτελεσματική απόλαυση.

 

Ο Δικαστής με αναφορά σε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και σε συγγράμματα εγκρίτων Ελλήνων συνταγματολόγων, σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατέληξε ότι μισθός και σύνταξη αποτελούν ιδιοκτησία, περιουσιακά στοιχεία, εν τη εννοία του Άρθρου 23 του Συντάγματος. Ο Δικαστής παρέθεσε το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην Richardson Against the United Kingdom 26252/08, (2010) ECHR 1816, (2012) 3 CHR 766: 

«The Court recalls that Article 1 of Protocol No. 1 does not create a right to acquire property. It places no restriction on the Contracting States’ freedom to decide whether or not to have in place any form of social security or pension system, or to choose the type or amount of benefits or pension to provide under any such scheme. However, where a Contracting State has in force legislation providing for the payment as of right of a welfare benefit or pension – whether conditional or not on the prior payment of contributions – that legislation must be regarded as generating a proprietary interest falling within the ambit of Article 1 for persons satisfying its requirements (see, mutatis mutandis, Stec and Others v. the United Kingdom, [GC], (dec.) no. 65731/01 and 65900/01, § 54, ECHR 2006-). Further, where the amount of a benefit or pension is reduced or discontinued, this may constitute an interference with possessions which requires to be justified in the general interest (Kjartan Asmundsson v. Iceland, judgment of 12 October 2004, ECHR 2004-IX; see also Valkov and Others v. Bulgaria, nos. 2033/04, 19125/04, 19475/04, 19490/04, 19495/04, 19497/04, 24729/04, 171/05 and 2041/05, § 84, 25 October 2011). (Η υπογράμμιση του Δικαστή).

 

Η Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ξεκάθαρη στο θέμα: Χαραλάμπους κ.α. Υπουργού Οικονομικών κ.α. Υπόθεση 1480-1484/2011, 1591/2011 και 1625/2011, 11.6.2014 (απόφαση πλειοψηφίας), Μαρία Κουτσελίνη – Ιωαννίδου. Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 740/11 κ.α. 7.10.2014, Παύλου και Δημοκρατία (2009) 3 Α.Α.Δ. 584 και Φιλίππου και Δημοκρατία (2010) 3 Α.Α.Δ. 241).

 

 

ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΜΑΡΙΘΜΙΚΟ ΕΠΙΔΟΜΑ

Ο Δικαστής, με την παράθεση σχετικών Νομοθεσιών και Κανονισμών και αποφάσεων δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι είναι περιουσιακά δικαιώματα.

 

Στον Περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο του 1990, Ν.1/1990, Άρθρο 55 προβλέπονται:

"Απoλαβές υπαλλήλου

55.-(1) Οι απολαβές υπαλλήλου περιλαμβάνουν το μισθό που καταβάλλεται σ΄ αυτόν με βάση τη μισθοδοτική κλίμακα ή τον πάγιο μισθό της θέσης του, όπως αυτός προνοείται στον Προϋπολογισμό, καθώς και οποιαδήποτε γενική αύξηση μισθών και το τιμαριθμικό επίδομα.

(2) Χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (1), σε υπάλληλο παραχωρούνται, επίσης, επιδόματα, αποζημιώσεις και άλλα οικονομικά ωφελήματα, όπως καθορίζεται."

 

Οι Περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Απολαβές, Επιδόματα και άλλα Οικονομικά Ωφελήματα των Δημόσιων Υπαλλήλων) Κανονισμοί του 1995, Κ.Δ.Π. 175/95, προβλέπουν:

"Καν.2:

2.(1) Για τους σκοπούς των παρόντων Κανονισμών, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

"απολαβές" σημαίνει το μισθό του υπαλλήλου που καταβάλλεται σ' αυτόν με βάση τη μισθοδοτική κλίμακα ή τον πάγιο μισθό της θέσης του, όπως προνοείται στον Προϋπολογισμό, και περιλαμβάνει οποιαδήποτε γενική αύξηση μισθών καθώς και το τιμαριθμικό επίδομα και οποιαδήποτε άλλα επιδόματα ήθελαν καθοριστεί·

"βασική αμοιβή" σημαίνει την αμοιβή την οποία λαμβάνει ο υπάλληλος με βάση τη μισθοδοτική κλίμακα ή τον πάγιο μισθό, όπως προνοείται για τη θέση του στον Προϋπολογισμό, και περιλαμβάνει οποιαδήποτε γενική αύξηση μισθών, αλλά δεν περιλαμβάνει το τιμαριθμικό επίδομα ή οποιοδήποτε άλλο επίδομα·

 

Καν. 20. "Προσαύξηση" είναι το καθορισμένο ποσό αύξησης που χορηγείται  στον υπάλληλο, συμφωνά με τους ορούς υπηρεσίας του, μέχρι να φθάσει ανώτατο σημείο της κλίμακας της θέσης του, νοουμένου ότι ικανοποιούνται ορισμένες προϋποθέσεις."

 

Στον Κανονισμό 22 με πλαγιότιτλο "Προϋποθέσεις Χορήγησης προσαυξήσεων" προβλέπονται:

22.(1) Εκτός αν διαφορετικά προνοείται στους Κανονισμούς αυτούς, για να δικαιούται υπάλληλος σε χορήγηση της ετήσιας προσαύξησης του θα πρέπει να συμπληρώσει δωδεκάμηνη υπηρεσία με πλήρεις απολαβές. Ο όρος "υπηρεσία" στην περίπτωση αυτή περιλαμβάνει και άδεια ανάπαυσης, άδεια μητρότητας, άδεια απουσίας για λόγους δημόσιου συμφέροντος ή υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά.

(2)(α) Βασική προϋπόθεση για χορήγηση προσαύξησης είναι η επαγγελματική επάρκεια, επιμέλεια και αφοσίωση του υπαλλήλου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, καθώς και η ικανοποίηση των σχετικών με το διορισμό ή προαγωγή του προϋποθέσεων και όρων. Ο οικείος Προϊστάμενος, στην Υπηρεσία του οποίου υπηρετεί ο υπάλληλος, πρέπει, επομένως προτού εξουσιοδοτήσει τη χορήγηση της προσαύξησης να βεβαιώνει ότι ο υπάλληλος υπηρέτησε κατά τους προηγούμενους δώδεκα μήνες και εκτέλεσε τα καθήκοντα του με επαγγελματική επάρκεια, επιμέλεια και αφοσίωση.

(β) Στην περίπτωση των Λογιστικών Λειτουργών η βεβαίωση για τη χορήγηση της προσαύξησης δίδεται από το Γενικό Λογιστή.

(3) Στην περίπτωση υπαλλήλου που απουσιάζει με άδεια ασθένειας για περίοδο μικρότερη από έξι μήνες μέσα στο έτος υπηρεσίας του, χορηγείται σ' αυτόν η ετήσια προσαύξηση που δικαιούται. Αν όμως απουσιάσει για περίοδο πάνω από έξι μήνες τότε δεν παραχωρείται η ετήσια προσαύξηση. Σε περίπτωση επιστροφής στα καθήκοντα του τοποθετείται στη βαθμίδα της κλίμακας στην οποία θα έφθανε αν δεν απουσίαζε με άδεια ασθένειας χωρίς αλλαγή στην ημερομηνία προσαύξησης του.

(4) Περίοδος απουσίας χωρίς απολαβές 15 ημερών και κάτω αγνοείται, ενώ περίοδος άδειας απουσίας πάνω από 15 και μέχρι 30 ημέρες λογίζεται ως συμπληρωμένος μήνας.

(5) Άδεια απουσίας χωρίς απολαβές, όχι για λόγους δημόσιου συμφέροντος, που παραχωρείται σε υπάλληλο για συνολική περίοδο που υπερβαίνει τις 15 ημέρες στο έτος υπηρεσίας του υπαλλήλου, αφαιρείται από την υπηρεσία του και η ημερομηνία προσαύξησης του μετατίθεται για τόσο χρονικό διάστημα όσο και η συνολική άδεια απουσίας του χωρίς απολαβές. Η νέα ημερομηνία προσαύξησης του καθορίζεται σύμφωνα με την παρ. (1) του Κανονισμού 21".

 

Ο Καν. 31 προνοεί για την Χορήγηση Τιμαριθμικού Επιδόματος (Α.Τ.Α):

 "31. Στους υπαλλήλους καταβάλλεται τιμαριθμικό επίδομα σύμφωνα με τα ποσοστά και τους όρους που εγκρίνονται από καιρό σε καιρό με βάση το ύψος του τιμαριθμικού δείκτη."

 

Στο μέρος VIII του Κανονισμού που τιτλοφορείται "ΩΦΕΛΗΜΑΤΑ ΑΦΥΠΗΡΕΤΗΣΗΣ ΜΗ ΜΟΝΙΜΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ στον Καν. 48(2) αναφέρονται τα ακόλουθα:

48.— (2) Για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού "μισθός" σημαίνει το βασικό μηνιαίο μισθό και περιλαμβάνει το τιμαριθμικό επίδομα, αλλά δεν περιλαμβάνει υπερωριακή αμοιβή ή οποιοδήποτε άλλο επίδομα,"

Στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α του Κανονισμού αναφέρεται:

«μισθός» σημαίνει το βασικό μισθό του υπαλλήλου και περιλαμβάνει οποιεσδήποτε γενικές αυξήσεις καθώς και το τιμαριθμικό επίδομα·"       

 

Έχοντας υπόψιν όλα τα πιο πάνω δεν διατηρώ καμία αμφιβολία ότι η άνω νομοθεσία παράγει περιουσιακό δικαίωμα (proprietary interest) για όσους πληρούν τις προϋποθέσεις, ανεξαρτήτως όρων που τίθενται. Η Νομολογία του ΕΔΑΔ είναι ξεκάθαρη πιστεύω επί του θέματος. Ο μαθηματικός μηχανισμός καθορισμός του Τιμαρίθμου δεν πρέπει να συγχέεται με το δικαίωμα του υπαλλήλου λήψεως του. Επίσης το δικαίωμα προς προσαύξηση δεν θα πρέπει να συγχέεται με τους όρους απόκτησης της προσαύξησης. Είναι αντινομικό, κατά την κρίση μου, να θεωρείται "a priori" ότι το δικαίωμα σε προσαύξηση που προβλέπεται από το Νόμο (Ν.1/90) και Κ.Δ.Π. 175/2005 και τα Σχέδια Υπηρεσίας εκάστου δημόσιου υπαλλήλου, ότι δεν είναι περιουσιακό δικαίωμα διότι εξαρτάται από προϋποθέσεις. Σε τέτοια περίπτωση και ο μισθός θα πρέπει να μη θεωρείται με την ίδια λογική ως περιουσιακό στοιχείο όταν προκειμένου δημόσιος υπάλληλος για να εξασφαλίσει το μισθό του θα πρέπει να ικανοποιήσει διάφορες προϋποθέσεις και όρους που τίθενται από το Ν.1/90, ήτοι:

(α) να εκπληρώνει τα θεμελιώδη καθήκοντα που καταγράφονται στο Άρθρο 60,

(β) να μην απουσιάζει από την εργασία του χωρίς άδεια, Άρθρο 61,

(γ) να συμμορφώνεται στις υποχρεώσεις που του επιβάλλονται από τα Άρθρα 65, 66, 67, 69 και 69Α

(δ) να μην τεθεί σε πτώχευση, Άρθρο 68

(ε) να τηρεί το χρονοδιάγραμμα εργασίας που προβλέπεται στο Άρθρο 72,

(στ) να μην τεθεί σε διαθεσιμότητα, οπότε τα προνόμια και ωφελήματα του αναστέλλονται, Άρθρο 85(3).

 

Όλα αυτά, ως προϋποθέσεις, θα πρέπει να τηρούνται προκειμένου δημόσιος υπάλληλος απρόσκοπτα να εξασφαλίσει τον μηνιαίο μισθό του.

 

Συνεπώς, τόσο το Τιμαριθμικό Επίδομα όσο και οι Προσαυξήσεις, κατά την ταπεινή μου γνώμη, εμπίπτουν εντός της έννοιας του περιουσιακού στοιχείου (possessions).

 

Οι μειώσεις στους μισθούς και συντάξεις όπως και η μη παραχώρηση προσαυξήσεων και τιμαριθμικού επιδόματος στους μισθούς και συντάξεις και όλα τ' άλλα σχετικά, με αντιστοιχία στους σχετικούς Νόμους, καταγράφονται με λεπτομέρεια στην απόφαση της πλειοψηφίας και δεν εξυπηρετεί οτιδήποτε η εδώ επανάληψη τους. Σημειώνεται μόνο ότι αναφορικά με τις "προσαυξήσεις" και "τιμαριθμικό επίδομα" αυτά αποκόπτονται εντελώς ενώ στους μισθούς και συντάξεις επιβάλλονται αποκοπές ύψους 0.8% κατ' ελάχιστον και 17.5% κατά μέγιστο, κλιμακωτά και ανάλογα των μηνιαίων απολαβών εκάστου. 

 

Τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου μπορεί να περιοριστούν με τον τρόπο που επιτρέπει και μόνο για τους λόγους που καθορίζει το Σύνταγμα. Περιορισμός μπορεί να τεθεί και επέμβαση να επιτραπεί με Νόμο, εφόσον αυτά κρίνονται αναγκαία και στο βαθμό που η ανάγκη το επιβάλλει. (Βλ. μεταξύ άλλων Police and Theodhoros Nicola Hondroy and Another, 3 R.S.C.C 82, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή (Αρ.2) (1992) 3 Α.Α.Δ. 165, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.2) (2000) 3 Α.Α.Δ. 238)

"Δεν είναι οποιασδήποτε μορφής ανάγκη, που μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό ή επέμβαση σε θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου. Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, προκύπτει ότι η ανάγκη πρέπει να είναι όχι μόνο υπαρκτή αλλά και να έχει το χαρακτήρα πιεστικής κοινωνικής ανάγκης, αποτιμούμενης στο πλαίσιο δημοκρατικής κοινωνίας. Η νομολογία του Δικαστηρίου και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για τη φύση της ανάγκης και το πλαίσιο μέσα στο οποίο αποτιμάται, εξηγούνται στο σύγγραμμα Law of the European Convention on Human Rights, D. J. Harris, M. O' Boyle, C. Warbrick, σελ. 344-355. Όμοια, κατ' ουσίαν, είναι και η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη διαπίστωση της ύπαρξης και τον προσδιορισμό της φύσης της ανάγκης, που μπορεί να δικαιολογήσει τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου - Police v. Ekdodiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63. Πρώτο, πρέπει να υπάρχει άμεσος σχέση μεταξύ του περιορισμού του δικαιώματος και της ανάγκης, η οποία τον επιβάλλει. Δεύτερο, πρέπει να καταδεικνύεται η ύπαρξη σοβαρού, αν όχι αναπόφευκτου κινδύνου, ότι ένας ή περισσότεροι από τους σκοπούς ή λειτουργίες της πολιτείας, για τους οποίους μπορεί να περιοριστεί το δικαίωμα, θα τεθούν σε κίνδυνο. ......." (βλ. σχετικά Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.2) (2000) (ανωτέρω)).

 

Το δικαίωμα ιδιοκτησίας προστατεύεται εκτός από το Άρθρο 23 του Συντάγματος και από το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου ΑΡ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ) όπως και από το Άρθρο 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. Κουτσελίνη (ανωτέρω)).

"Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση με την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Πρόσθετο Πρωτόκολλο, που αποτελούν μέρος του Ημεδαπού Δικαίου ως αποτέλεσμα του Περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικός) Νόμου του 1962, (Ν.39/62), δεν επεκτείνουν το δικαίωμα ιδιοκτησίας όπως κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα ούτε επαυξάνουν το περιεχόμενο του. Οι σχετικές Διατάξεις του Πρωτοκόλλου ταυτίζονται στην ουσία, με εκείνες του Άρθρου 23.1 του Συντάγματος. (βλ. Άρθρο 1 Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, Κυρωτικός Νόμος Ν.39/62)" (βλ. Δημητριάδη (ανωτέρω))

 

Το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου Αρ. 1 προνοεί ότι:

"Every natural or legal person is entitled to the peaceful enjoyment of his possessions. No one shall be deprived of his possessions except in the public interest and subject to the conditions provided for by law and by the general principles of international law."

 

Το ΔΕΚ/ΔΕΕ δέχεται ότι το Κοινοτικό/Ενωσιακό Δίκαιο προστατεύει την ιδιοκτησία και προβαίνει στο σχετικό έλεγχο των πράξεων των Κοινοτικών Οργάνων. (Βλ. ΔΕΚ 4/77, Nold, Σύλλ. 1974, 491(507), 44/79, Hauer, Σύλλ. 1979, 3727)

 

Ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμα του, Σύνταγμα και Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, 4η έκδοση 2012, σελ. 901 παράγρ. 1236 αναφέρει:

"..Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η ιδιοκτησία ως έννοια ή ως δικαίωμα, δεν είναι απεριόριστη. Μια έννοια είναι λογικώς πάντοτε οριστή, που σημαίνει πως έχει όρια.

Αλλά και ένα δικαίωμα έχει πάντοτε όρια που γίνονται σαφή κατά την άσκηση του. Εκτείνεται μόνο ως εκεί που (α) ορίζουν το Σύνταγμα και οι Νόμοι και αρχίζουν τα δικαιώματα τρίτων και (β) αρχίζει η απαγορευμένη κατάχρηση του δικαιώματος."

 

Το Σύνταγμα της Ελλάδος του 1975, ειδικά για την ιδιοκτησία προβλέπει επιπλέον το Άρθρο 17 παράγρ. 1 "ότι "τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτά δεν μπορούν να ασκούνται εις βάρος του γενικού συμφέροντος. Όπως αναφέρεται από τον Δαγτόγλου (ανωτέρω). Η ρητή αυτή επιφύλαξη του γενικού συμφέροντος είναι νέα στη συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας και θεμελιώνει την κοινωνική δέσμευση της ιδιοκτησίας, από την οποία προκύπτουν διάφοροι περιορισμοί". Σημειώνεται ότι στο Σύνταγμα μας, Άρθρο 23 δεν περιέχεται τέτοιος ρητός περιορισμός.

 

Η Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, από τα πρώτα χρόνια της Δημοκρατίας, ενδιέτριψε επί του εξεταζόμενου θέματος και καθόρισε τα όρια του δικαιώματος ιδιοκτησίας, όπως αυτό καθορίζεται στο Άρθρο 23.

 

Στην Holy See of Kitium of Limassol and The Municipal Council of Limassol Appl. No. 1/60 ημερ. 2.3.1961, (R.S.CC.15) λέχθηκαν τα ακόλουθα:

"(b)  Paragraph 2 of Article 23 provides that no deprivation or restriction or limitation of any such right shall be made except as provided in the said Article and paragraph 3 thereof provides:

"Restrictions or limitations which are absolutely [*28] necessary in the interest of the public safety or the public health or the public morals or the town and country planning or the development and utilization of any property to the promotion of the public benefit or for the protection of the rights of others may be imposed by law on the exercise of such right".

It is noteworthy and significant that whereas "deprivation" is specifically mentioned in paragraph 2 in addition to "restriction or limitation" paragraph 3 provides only for "restrictions or limitations".

 

Στην Evlogimenos and anothers v. The Republic of Cyprus through the District Lands Officer, Limassol, Case No. 57/61 ημερ. 12.12.1961:

"Further the Court in examining the provisions of Article 23 of the Constitution has proceeded on the well-settled principle that the right to property safeguarded by an Article such as this is not a right in abstracto but a right as defined and regulated by the law relating to civil law rights in property and the word "property" in paragraph 1 of Article 23 has to be understood and interpreted in this sense.

Paragraph 2 Article 23, in the opinion of the Court, protects the aforesaid right to property from deprivation or restriction or limitation effected in the interests of the State or public bodies and not merely under a law regulating civil law rights in property." 

 

Στην Nikos Kirzis and 2 others v. The Republic of Cyprus (1965) 3 Α.Α.Δ. 46:

Paragraph 2 of Article 23 provides that no deprivation or restriction or limitation of any such right shall be made except as provided in the said Article, and paragraph 3 thereof provides, inter alia, that "Restrictions or limitations which are absolutely necessary in the interest of .town and country planning or the development and utilization of any property to the promotion of the public benefit. maybe imposed by law on the exercise of such right".

As was pointed out by the Supreme Constitutional Court in the case of the Holy See of Kitium v. Municipal Council of Limassol, cited supra at p. 28, it is noteworthy and significant that whereas "deprivation" is specifically mentioned in paragraph 2 of Article 23 in addition to "restriction or limitation", paragraph 3 provides only for "restrictions or limitations".

 

Σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου ερμήνευσε το Άρθρο 23 του Συντάγματος.  Από αυτή τη διαχρονική και δεσμευτική Νομολογία πηγάζουν τα ακόλουθα:

1. Το Άρθρο 23 κατοχυρώνει το δικαίωμα ιδιοκτησίας, ακίνητης και κινητής.

2. Περιορισμοί, όροι ή δέσμευση μπορούν να επιβληθούν μόνο σύμφωνα και για τους λόγους που αναφέρονται στην παράγρ. 3.

3. Στέρηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας δύναται να επιβληθεί μόνο με την απαλλοτρίωση ακίνητης ιδιοκτησίας ως προβλέπεται στην παράγρ. 4.

4. Περιορισμοί οδηγούν σε στέρηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας μόνο όταν καθιστούν την ιδιοκτησία αδρανή.

5. Όροι περιοριστικοί της χρήσης ιδιοκτησίας που αφήνουν άθικτο τον πυρήνα του δικαιώματος ιδιοκτησίας συνιστούν περιορισμό και όχι στέρηση.

  

Η Νομολογία αποτελεί πηγή δικαίου και η δεσμευτικότητα των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι Συνταγματικά κατοχυρωμένη (βλ. Άρθρο 148 του Συντάγματος).  Απόκλιση από προηγούμενη δεσμευτική νομολογία είναι δυνατή εάν δικαιολογείται.  Στην Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1996) 1 Α.Α.Δ. 315 τέθηκαν οι Αρχές πότε παρέχεται η δυνατότητα αυτή.

"ΠΟΤΕ TO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΟΣΤΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΓΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ;

 Ο λόγος της δικαστικής απόφασης (ratio decidendi) είναι η αρχή δικαίου στην οποία θεμελιώνεται το αποτέλεσμα της απόφασης, σε αντίθεση με αυτό τούτο το αποτέλεσμα για το οποίο δημιουργείται δεδικασμένο (βλ. Chancery Lane Safe Deposit eta v. I.R.C. [1966] 1 All. E.R. 1 (H.L.)· Ελευθερίου-Κάγκα v. Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 494/87- 13.2.1989)).

 Δεσμευτική είναι η αρχή δικαίου που στηρίζει άμεσα την απόφαση και είναι άρρηκτα συνυφασμένη με το αποτέλεσμα, σε αντίθεση με το μέρος του σκεπτικού, η ανάπτυξη του οποίου δεν είναι αντικειμενικά απαραίτητη για την απόφαση.

 Η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου έχει ως άξονα τη δέσμευση που δημιουργεί προηγούμενη δικαστική απόφαση ως προς το ποίο είναι το δίκαιο σε συγκεκριμένο τομέα και το πεδίο εφαρμογής του. Με αυτή την έννοια, οι δικαστικές αποφάσεις αποτελούν πηγή δικαίου, γιατί σ' αυτές αναζητείται και προσδιορίζεται το ισχύον δίκαιο [βλ. O'Connellv. R. [1844] 11 CI. &F. 155, στη σελ. 372, ως προς τις πηγές του αγγλικού δικαίου]. Στο αγγλικό δικαιϊκό σύστημα, από το οποίο πηγάζει η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου, οι δικαστικές αποφάσεις διαδραμάτισαν εξέχοντα ρόλο στην αποτύπωση και διατύπωση του κοινού δικαίου, την ανάπτυξη, καθώς και την προσαρμογή των αρχών του αγγλικού δικαίου σε νέα κοινωνικά δεδομένα [βλ. μεταξύ άλλων, de LasalavdeLasala[1979] 2 AllER 1146 (PC)]. Σημαίνοντα ρόλο διαδραματίζουν, επίσης, οι δικαστικές αποφάσεις στην ερμηνεία των νόμων και τον προσδιορισμό του πεδίου το οποίο καλύπτουν. Στον τομέα αυτό, ο ρόλος της δικαστικής απόφασης είναι περιορισμένος, γιατί, εξ αντικειμένου, επικεντρώνεται στην ερμηνεία των νόμων.

 Ως προς το Σύνταγμα, αυθεντική πηγή για το περιεχόμενο του αποτελεί το κείμενο του. Τούτο, άλλωστε, επιβάλλεται και από τη συνταγματική επιταγή που καθιστά το Σύνταγμα τον υπέρτατο νόμο. Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών στη St Joseph Stock Yards Co. v. U.S. [1936] 298 U.S. 38 [βλ. επίσης, Basu "COMMENTARYONTHECONSTITUTIONOFINDIA", ανωτέρω, σελ. 484]:-

"the ultimate touchstone of constitutionality is the Constitution itself and not what the Court   may have said about it in any case;...''

Ελληνική μετάφραση: 'Τελικά η λυδία λίθος για τη συνταγματικότητα είναι το ίδιο το Σύνταγμα και όχι εκείνο το οποίο μπορεί να έχει πει το Δικαστήριο αναφορικά με αυτό σε οποιαδήποτε υπόθεση·..."

 

Μέχρι το 1966, προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας, της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων, ήταν δεσμευτικές, όχι μόνο για τα ιεραρχικά κατώτερα δικαστήρια, αλλά και για το ίδιο το τελικό Δικαστήριο της χώρας. Η αρχή αυτή εγκαταλείφθηκε το 1966 με τη Δήλωση Πρακτικής, η οποία περιέχεται στο Note[1966] 3 All E.R. 77. Έκτοτε, η Δήλωση προσέλαβε μορφή αρχής δικαίου, με την υιοθέτηση της από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην άσκηση της δικαστικής λειτουργίας. Ο λόγος της εγκατάλειψης της αρχής της απόλυτης δέσμευσης, που ίσχυε μέχρι το 1966, προσδιορίζεται παραστατικά στην απόφαση R. v. Shivpuri [1986] 2 All ER 334, 345 (HL):-

"The 1966 Practice Statement is an effective abandonment of our pretention to infallibility.".

Ελληνική μετάφραση: "Η Δήλωση Πρακτικής του 1966 συνιστά αποτελεσματική εγκατάλειψη της προσποίησης ότι είμαστε αλάθητοι.".

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου έχει επανειλημμένα αναγνωρίσει ότι παρέχεται δυνατότητα απόκλισης από προηγούμενες αποφάσεις του, όπου συντρέχουν, σε γενικές γραμμές, οι προϋποθέσεις που προσδιορίζονται στη Νικολάου κ.α ν. Νικολάου και Άλλου (Αρ. 2). Οι αρχές αυτές σκιαγραφήθηκαν στη Republicν. Demetriades (1977) 3 C.L.R. 213, και έτυχαν αναγνώρισης και εφαρμογής έκτοτε σε μεταγενέστερες δικαστικές αποφάσεις.

 

Δεν είναι τυχαίο ότι οι αποφάσεις που άπτονται του δικαστικού προηγούμενου αφορούν κυρίως θέματα ερμηνείας του Συντάγματος και συνταγματικότητας νόμων. Το κείμενο του Συντάγματος και οι αρχές στις οποίες θεμελιώνεται, αποτελούν τον αυθεντικό οδηγό για την κρίση της συνταγματικότητας νόμων.

 

Στη Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 Α.Α.Δ. 203, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανέτρεψε προηγούμενη απόφαση της αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του Άρθρου 146.5 του Συντάγματος.

 

Στην Kyriacou v. Minister of Interior (1988) 3 C.L.R. 643 (απόφαση πλειοψηφίας), το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το Άρθρο 146.5 του Συντάγματος καθιστά μη συμμόρφωση με δικαστική απόφαση, που εκδίδεται στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, πράξη καταφρόνησης του δικαστηρίου υποκείμενης σε τιμωρία, βάσει του Άρθρου 150 του Συντάγματος (βλ. επίσης, Republic v. Nissiotou (1985) 3 C.L.R. 1335).

 

Στη Θαλασσινός η Kyriacou κρίθηκε εσφαλμένη. Η διαπίστωση αυτή κρίθηκε ότι παρείχε έρεισμα στο Δικαστήριο να αποστεί από το λόγο της. Η απόκλιση από το λόγο της Kyriacou διατυπώθηκε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο:-

"Εγκαταλείπουμε τα αποφασισθέντα και αφιστάμεθα από αυτά γιατί το θεωρούμε ορθό και επιβεβλημένο να το πράξουμε χάριν της προσήλωσης στην ερμηνεία των συνταγματικών και νομοθετικών κειμένων που ένα δικαστήριο πρέπει να έχει στην άσκηση της ερμηνευτικής του εξουσίας των "νομοθετημάτων και όχι της συμπλήρωσης των."

 

Στη Νικολάου και οι δέκα Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που απάρτιζαν την Ολομέλεια στην υπόθεση εκείνη, ήταν ομόφωνοι ως προς την ευχέρεια απόκλισης από το λόγο προηγούμενης απόφασης του δικαστηρίου, σε σχέση με την ερμηνεία και εφαρμογή του Συντάγματος, στο πλαίσιο του δικαίου της ανάγκης. Οι πέντε από τους δέκα Δικαστές, η απόφαση των οποίων καθόρισε το αποτέλεσμα της Νικολάου με βάση το τεκμήριο της συνταγματικότητας νόμου, απέκλιναν από το λόγο της προηγούμενης απόφασης της Ολομέλειας στην President of the Republic v. House of R'ntatives (1986) 3 C.L.R. 1439. Ως προς τη δυνατότητα ανατροπής προηγούμενης απόφασης σε θέματα συνταγματικού δικαίου, έκριναν ότι η ευχέρεια η οποία παρέχεται είναι, όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, μεγαλύτερη.

 

Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας - Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου κ.ά.(1995) 3 Α.Α.Δ. 363, το Δικαστήριο απέστη από την απόφαση της Ολομέλειας στη Republic v. Christoudia (1988) 3 C.L.R. 2622, επειδή έκρινε ότι η αρχή δικαίου στην οποία είχε θεμελιωθεί ήταν εσφαλμένη. Το ακόλουθο απόσπασμα καθορίζει το αιτιολογικό της απόκλισης και την ευχέρεια που παρέχεται για απομάκρυνση από προηγούμενη απόφαση, οποτεδήποτε ο λόγος της συγκρούεται με συνταγματική αρχή:-

"Η απόκλιση ή απομάκρυνση από προηγούμενη δικαστική απόφαση δικαιολογείται οποτεδήποτε διαπιστώνεται ότι η αρχή την οποία ενσωματώνει είναι εσφαλμένη. Η ελευθερία είναι αναμφιβόλως μεγαλύτερη οποτεδήποτε προηγούμενη δικαστική απόφαση συγκρούεται με θεμελιακή συνταγματική αρχή, όπως η διάκριση των Εξουσιών."

 

Είναι αυτονόητο ότι το δικαστήριο αντιμετωπίζει με επιφύλαξη το ενδεχόμενο ανατροπής πρόσφατης απόφασης. Όμως, η όποια διστακτικότητα υποχωρεί, εφόσον διαπιστωθεί ότι η αρχή δικαίου, την οποία ενσωματώνει, είναι αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη.

 

Στη Shivpuri, ανωτέρω, η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων ανέτρεψε προηγούμενη απόφαση της η οποία εκδόθηκε μόλις ένα χρόνο νωρίτερα - στην Anderton v. Ryan[1985] 2 AllER 355. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Λόρδου Καγκελάριου Hailsham διατυπώνει την προσοχή με την οποία το Δικαστήριο αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο ανατροπής πρόσφατης απόφασης, αλλά και την υποχρέωση να το πράξει, εφόσον καταφαίνεται ότι αυτή είναι εσφαλμένη:-

"Quite clearly a departure from recent decisions by means of the 1966 Practice Statement has dangers of its own which are too obvious to need elaboration. But there is obviously much to be said for the view about to be expressed by my noble and learned friend that 'if a serious error embodied in a decision of this House has distorted the law, the sooner it is corrected the better'.".

Ελληνική μετάφραση: "Εμφανώς απόκλιση από πρόσφατες αποφάσεις βάσει της Δήλωσης Πρακτικής του 1966 ενέχει κινδύνους οι οποίοι είναι πασιφανείς ώστε να μην παρίσταται ανάγκη να επεξηγηθούν. Αλλά υπάρχει ισχυρό έρεισμα για την άποψη η οποία πρόκειται να εκφραστεί από τον ευγενή και ευπαίδευτο συνάδελφο μου ότι 'εάν σοβαρό σφάλμα το οποίο εμπεριέχεται σε απόφαση δικαστηρίου έχει διαστρέψει το δίκαιο, όσο πιο γρήγορα διορθωθεί τόσο το καλύτερο'.".

Ο Δικαστής στον οποίο αναφέρεται ο Λόρδος Hailsham είναι ο Λόρδος Bridge, οι απόψεις του οποίου υιοθετήθηκαν από όλα τα Μέλη του Δικαστηρίου.

Η ευχέρεια απόκλισης από προηγούμενη δικαστική απόφαση δεν εξασθενεί τη σημασία του δικαστικού προηγούμενου και δεν αναιρεί, γενικά, την ισχύ του. Όπως παρατηρεί ο Δικαστής Cardozo στο Σύγγραμμα του 'The Nature of the Judicial Process", σελ. 127428,

'The quality of law is not withdrawn from all precedents, however well established, because courts some times exercise the privilege of overruling their own decisions.".

Ελληνική μετάφραση: "Η ποιότητα του δικαίου δεν αφαιρείται απ' όλα τα δικαστικά προηγούμενα, καλά θεμελιωμένα όσο κι αν είναι, γιατί τα δικαστήρια ενίοτε ασκούν το προνόμιο ανατροπής προηγούμενων αποφάσεων τους.".

 

Κρίνουμε ότι παρέχεται η δυνατότητα ανατροπής προηγούμενης δικαστικής απόφασης, μέσα στο πνεύμα και για τους λόγους που εκτίθενται στο απόσπασμα από τη Νικολάου το οποίο έχει παρατεθεί στην απόφαση μας. Στην κρίση της συνταγματικότητας νόμων, η διαπίστωση σφάλματος σε προηγούμενη απόφαση μπορεί να διαπιστωθεί ευχερέστερα, εφόσον οι πρόνοιες του Συντάγματος αποτελούν σταθερή βάση για την αντικειμενική; διαπίστωση σφάλματος σε προηγούμενη απόφαση.

 

Εφόσον διαπιστώνεται ότι προηγούμενη δικαστική απόφαση είναι αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη, δικαιολογείται η ανατροπή της και η απόκλιση από το λόγο της. Το σφάλμα πρέπει να έχει αντικειμενική υπόσταση και να καταφαίνεται ως αυταπόδεικτο. Αν χωρούν περισσότερες της μιας άποψης, ως προς την ύπαρξη αρχής δικαίου την οποία ενσωματώνει, το σφάλμα δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αναντίλεκτο, ώστε να παράσχει βάση για την ανατροπή προηγούμενης απόφασης." 

         

Στην παρούσα υπόθεση δεν ζητήθηκε απόκλιση αλλά ούτε κρίνεται ότι ενυπάρχει λόγος απόκλισης από την προηγούμενη δεσμευτική νομολογία.  Συνεπώς, η άνω νομολογία σε σχέση με το Άρθρο 23, είναι δεσμευτική και εξασφαλίζει την βεβαιότητα δικαίου.  Παρόλα ταύτα ακολούθησε χρονικά η Χαραλάμπους κ.α. (ανωτέρω), η οποία δεν ευρίσκεται απόλυτα στην ίδια γραμμή των αποφάσεων που προηγήθησαν.  Η υπόθεση αφορούσε νομοθεσία με βάση την οποία θα αποκόπτετο κάθε μήνα από τις συντάξεις και ακαθάριστες απολαβές αξιωματούχων και εργοδοτουμένων στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα ως έκτακτη εισφορά προς τη Δημοκρατία, ποσοστό των απολαβών ή της σύνταξης τους, το οποίο προσδιοριζόταν στο Νόμο.  Μεταξύ άλλων εξέτασε και το θέμα κατά πόσο με το νόμο αυτό παραβιάζετο το Άρθρο 23 του Συντάγματος.  Κρίθηκε ότι: 

 (1) Ο Νόμος δεν ήταν φορολογικός, ειδικά για το Άρθρο 23, ως ήτο η εισήγηση της   Δημοκρατίας.

(2) Το δικαίωμα που προστατεύεται από το Άρθρο 23.1 του Συντάγματος δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς οι οποίοι προβλέπονται στα υπόλοιπα εδάφια του Άρθρου και οι οποίοι θα πρέπει να είναι νόμιμοι.

(3) Περιοριστικοί όροι στη χρήση ιδιοκτησίας οι οποίοι αφήνουν άθικτο τον πυρήνα του δικαιώματος ιδιοκτησίας, δεν συνιστούν στέρηση, αλλά περιορισμό.  Περιορισμοί απολήγουν σε στέρηση μόνο όταν καθιστούν την ιδιοκτησία αδρανή.

(4) Η αποκοπή από τους μισθούς εμπίπτει στο Άρθρο 3.3 του Συντάγματος καθότι οι πρόνοιες του αναφέρονται σε ακίνητη αλλά και σε κινητή ιδιοκτησία.

(5) Η αποκοπή της έκτακτης εισφοράς από τους μισθούς και συντάξεις δεν μπορεί να δικαιολογηθεί δυνάμει του Άρθρου 23.3 του Συντάγματος για λόγους δημόσιας ωφέλειας το οποίο κατ'  ισχυρισμό είναι συνυφασμένο με το δημόσιο συμφέρον της εξόδου του  Κράτους από την οικονομική κρίση.  Η περικοπή  μισθών δεν μπορεί να συνδεθεί με τη δημόσια ωφέλεια εφόσον το Άρθρο 23.3 συνδέει την προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας, με την επιβολή όρων, δεσμεύσεων ή περιορισμών στην ιδιοκτησία για σκοπούς πολεοδομίας ή αναπτύξεως και χρησιμοποιώντας την ιδιοκτησία, κάτι που δεν ισχύει.

(6) Αναφορικά με το "δικαίωμα σε μισθό, εκείνο που το Άρθρο 23 του Συντάγματος πρωτίστως στοχεύει να προστατεύσει, είναι την αυθαίρετη και χωρίς οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση του πυρήνα του δικαιώματος σε μισθό ή την αυθαίρετη μείωση ουσιωδώς του μισθού".

(7) Ο μισθός συνιστά ιδιοκτησιακό δικαίωμα και μπορεί να ενταχθεί στο Άρθρο 23 του Συντάγματος.

(8) Το ιδιοκτησιακό αυτό δικαίωμα δεν εκτείνεται και σε δικαίωμα σε μισθό συγκεκριμένου ύψους και με αναφορά στην Koufakis v. Greece, Case No. 59142/00, ημερ. 20.9.2001 (ΕΔΑΔ) ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας  δεν κατοχυρώνει δικαίωμα ορισμένου ύψους αποδοχών, εκτός αν συντρέχει περίπτωση "διακινδυνεύσεως της αξιοπρεπούς διαβιώσεως".

(9) Η σχετικά μικρή μείωση του μισθού, δεν επηρεάζει καθόλου τον πυρήνα του δικαιώματος στο μισθό, το οποίο παραμένει άθικτο και καθόλου δεν αδρανοποιείται ώστε να συνιστά στέρηση εκτός των επιτρεπτών πλαισίων του Άρθρου 23 του Συντάγματος και επίσης λόγω του ότι η αποκοπή είναι μικρή, η οποία κυμαίνεται μεταξύ 1.5%-3.5% του ακαθάριστου μηνιαίου μισθού δεν είναι πληρωτέα αποζημίωση καθότι το δικαίωμα δεν αδρανοποιείται ή ουσιαστικά περιορίζεται.

(10) Η επιβολή της σχετικά μικρής έκτακτης εισφοράς δικαιολογείται τόσο δυνάμει του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου Αρ. 1, όσο και δυνάμει του Άρθρου 24, χωρίς να παραβιάζονται οι αυστηρότερες πρόνοιες του Άρθρου 23 οι οποίες θα πρέπει να ιδωθούν σε συνδυασμό με το Άρθρο 24 του Εντάλματος.

 

Ο Δικαστής δεν συμφωνεί με την πλειοψηφία και σε όλη την έκτασή της και εξηγεί τους λόγους.

1. Χωρίς να μου διαφεύγει η πρωτοτυπία του νομικού προβλήματος που είχε να επιλύσει, απέστη από την προηγούμενη διαχρονική δεσμευτική νομολογία η οποία με σαφήνεια ερμήνευσε τις πρόνοιες του Άρθρου 23(Ι)(2)(3) και (4), χωρίς να ζητηθεί αυτό από τους διαδίκους και χωρίς δικαιολογία της παρέκκλισης αυτής από την προηγούμενη νομολογία.

 

2. Θα έπρεπε πρωτίστως να αποφασισθεί κατά πόσο οι περικοπές από τον μισθό και συντάξεις ενέπιπταν ως "όρος, δέσμευση ή περιορισμός" όπως προβλέπεται από το εδάφιο (3) του Άρθρου 23.  Ειδικότερα κατά πόσο οι περικοπές ήτο "απολύτως απαραίτητες προς το συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας ή των δημόσιων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων τρίτων". Δεν έπραξε αυτό και δεν ενέταξε τις αποκοπές σε κανένα από τους πιο πάνω περιορισμούς.  Αντίθετα, προχώρησε με το εσφαλμένο, κατά την κρίση μου, δεδομένο ότι αυτός είναι επιτρεπόμενος περιορισμός, να αναλύσει τα όρια/έκταση του δικαιώματος ιδιοκτησίας και εν συνεχεία να καταλήξει ότι το ιδιοκτησιακό δικαίωμα του Άρθρου 23 "δεν εκτείνεται σε δικαίωμα  σε μισθό συγκεκριμένου ύψους".  Με όλο το σεβασμό, με τον αντινομικό αυτό τρόπο, τοποθετήθηκε η άμαξα μπροστά από το άλογο.

 

3. Χρησιμοποιήθηκε ελληνική νομολογία και νομολογία του ΕΔΑΔ προκειμένου να δικαιολογηθούν οι αποκοπές παραγνωρίζοντας ότι:

(α) το Ελληνικό Σύνταγμα, Άρθρο 17 ρητά προβλέπει ότι "ιδιοκτησιακά δικαιώματα δεν μπορούν να ασκούνται εις βάρος  του γενικού συμφέροντος".

Ο Δαγτόγλου (ανωτέρω) σελ. 901 §1236, αναφέρει:

"Ειδικά για την ιδιοκτησία προβλέπει επιπλέον το Άρθρο 17 παρ. 1 ότι "τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτήν δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος".  Η ρητή αυτή επιφύλαξη του γενικού συμφέροντος είναι νέα στη συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας στη χώρα μας και θεμελιώνει την κοινωνική δέσμευση της ιδιοκτησίας από την οποία προκύπτουν, όπως θα δούμε, διάφοροι περιορισμοί."

(β) Το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου Αρ. 1 ρητά και πάλι προβλέπει τη δυνατότητα επιβολής περιορισμών για λόγους δημοσίου συμφέροντος (public interest).

Στο Σύνταγμα, Άρθρο 23, δεν προβλέπονται τέτοιοι περιορισμοί όπως στο Ελληνικό Σύνταγμα, Άρθρο 17.1 και Άρθρο 1 Πρωτόκολλο Αρ.1.  Οι περιορισμοί και η στέρηση προβλέπονται ρητά και περιοριστικά στα εδάφια 3 και 4 του Άρθρου 23. 

 

4. Χρησιμοποιείται η επιφύλαξη του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου Αρ.1, για τη δυνατότητα έκαστου Κράτους να θέτει σε ισχύ νόμους προς ρύθμιση της χρήσεως αγαθών για το "δημόσιο συμφέρον ή την εξασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών".  Όπως και το Άρθρο 24 του Συντάγματος προκειμένου να δικαιολογηθεί η σχετικά μικρή εισφορά, "χωρίς να παραβιάζονται οι αυστηρότερες πρόνοιες του Άρθρου 23 του Συντάγματος".

Με όλο το σεβασμό και πάλι τα πιο πάνω παραβλέπουν ότι η οιαδήποτε αναφορά περί νόμου που προβλέπεται από την επιφύλαξη του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αρ. 1, τελεί υπό την  προϋπόθεση ότι αυτοί δεν είναι αντίθετοι με το Σύνταγμα.

Περαιτέρω, ενώ στην ίδια απόφαση κρίνεται ότι ο κρινόμενος νόμος δεν είναι φορολογικός, εφόσον δεν φέρει τα χαρακτηριστικά φορολογικού νόμου, τότε πώς δικαιολογείται η επίκληση του Άρθρου 24 του Συντάγματος, το οποίο διασφαλίζει την συνεισφορά στα δημόσια βάρη διά καταβολής φόρου, τέλους ή εισφοράς;

 

5. Ακολούθησε μεταγενέστερη νομολογία, η υπόθεση Μαρία Κουτσελίνη-Ιωαννίδου (ανωτέρω). Αφορούσε σύνταξη προσώπων που δικαιούντο σ'  αυτή και διά νόμου επεβλήθη η "αναστολή" της καταβολής της, για την χρονική περίοδο που διαρκούσε η θητεία των προσώπων αυτών σε λειτούργημα, θέση ή αξίωμα που ανέλαβαν.  Σε τέσσερις παραγράφους καθρεφτίζεται η όλη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ενδιαφέρει και επιλύει το εξεταζόμενα θέμα. 

"Περιορισμός, όμως, θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου μπορεί να γίνει μόνο για τους λόγους που καθορίζει το Σύνταγμα (Δέστε:  Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2000) 3 ΑΑΔ 238).   Τέτοιος περιορισμός τίθεται με νόμο, εφόσον κρίνεται αναγκαίος, και στο βαθμό που η ανάγκη τον επιβάλλει (Δέστε:  Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1992) 3 ΑΑΔ 165). Η ανάγκη που επιβάλλει τέτοιο περιορισμό πρέπει  να είναι όχι μόνον υπαρκτή αλλά και να έχει το χαρακτήρα πιεστικής κοινωνικής ανάγκης.  Μόνο η διαπίστωση της ύπαρξης τέτοιας ανάγκης και ο προσδιορισμός της φύσης της, μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ανθρώπου (Δέστε:  Police v. Ekdotiki Eteria (1982) 2 CLR 63).   Η διαπίστωση της ανάγκης διαφαίνεται από τις πρόνοιες του Νόμου και την αιτιολογική του έκθεση. 

 

Στην προκείμενη περίπτωση, επομένως, θα πρέπει να αντιπαραβληθεί και να συγκριθεί η προαναφερόμενη πρόνοια του άρθρου 3(β) του Νόμου με το Άρθρο 23 του Συντάγματος.  Το Άρθρο 23 του Συντάγματος παρέχει μεγαλύτερη προστασία από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.  Ενώ το άρθρο 1 επιτρέπει τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος, για λόγους δημόσιας ωφέλειας, το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος δεν περιλαμβάνει το δημόσιο συμφέρον ή τη δημόσια ωφέλεια στους λόγους περιορισμού του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, που επιτρέπονται.   Το Άρθρο 23.3 προνοεί ρητά ότι τέτοιοι περιορισμοί μπορούν να τεθούν μόνο για σκοπούς της δημόσιας ασφάλειας, της δημόσιας υγείας, των δημοσίων ηθών, της πολεοδομίας, της ανάπτυξης και χρησιμοποίησης ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημοσίας ωφελείας και την προστασία των δικαιωμάτων τρίτων. 

 

Η πρόνοια του Άρθρου 23.3 ότι περιουσιακό δικαίωμα μπορεί να περιοριστεί δια νόμου, για σκοπούς ανάπτυξης και χρησιμοποίησης ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας, δεν ταυτίζεται με τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Είναι ένα πράγμα να περιορίζεται το ιδιοκτησιακό δικαίωμα κάποιου, για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος (που δεν προνοείται στο Άρθρο 23) και άλλο πράγμα να περιορίζεται το δικαίωμα του, υπέρ της ανάπτυξης και χρησιμοποίησης της ιδιοκτησίας του, προς προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας (που προνοείται) (Δέστε:  την απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στις Υποθέσεις 1480/11 κ.α., xxx Χαραλάμπους κ.α. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 11.6.2014). 

 

........................

 

Με τα προαναφερόμενα υπόψιν κρίνουμε ότι το άρθρο 3(β) του Νόμου καταστρατηγεί το Άρθρο 23 του Συντάγματος και επομένως είναι αντισυνταγματικό, επειδή με αυτό τίθεται, δια νόμου, ανεπίτρεπτος (δηλαδή μή προβλεπόμενος) περιορισμός σε περιουσιακό ή ιδιοκτησιακό δικαίωμα των αιτητών και συγκεκριμένα το συμβατικό, κεκτημένο και αποκρυσταλλωμένο δικαίωμα τους στη σύνταξη, το οποίο πηγάζει από συμπλήρωση υπηρεσίας σε συντάξιμη θέση.  Ο περιορισμός που τέθηκε στο άρθρο 3(β) του Νόμου δεν είναι απαραίτητος, ούτε και δικαιολογείται, με βάση  τους σκοπούς που ρητά προνοούνται στο Άρθρο 23.3 του Συντάγματος."

 

Στη Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου (1995) 3 Α.Α.Δ. 363 λέχθηκε αναφορικά με Δικαστική απόφαση που συγκρούεται με προγενέστερη και μεταγενέστερη της νομολογίας το ακόλουθο:

"Επίσης, η Christoudia συγκρούεται με νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προγενέστερη και μεταγενέστερη της έκδοσής της, που αδυνατίζει εξ αντικειμένου τη νομολογιακή βαρύτητα του λόγου της, αφενός, και διευρύνει την ευχέρεια απομάκρυνσης από την αρχή που καθιερώνει, αφετέρου.  Το κριτήριο επιλογής μεταξύ συγκρουόμενων αποφάσεων του δικαστηρίου είναι εκείνο της ορθότητας του λόγου τους, σύμφωνα με την κρίση του δικαστηρίου που είναι επιφορτισμένο με το έργο της νομολογιακής τους αξιολόγησης."

 

Έχοντας υπόψιν τα πιο πάνω, έχω την ταπεινή άποψη ότι, η Χαραλάμπους (ανωτέρω) στο βαθμό που υποστηρίζει ότι οι αποκοπές από τους μισθούς και σύνταξη, δεν παραβιάζουν τις πρόνοιες του Άρθρου 23 του Συντάγματος δεν είναι ορθή για τους λόγους που έχω αναφέρει αλλά και διότι συγκρούεται με νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προγενέστερη και μεταγενέστερη της έκδοσης της ώστε να αδυνατίζει εξ αντικειμένου τη νομολογιακή βαρύτητα του λόγου της.  Ως αποτέλεσμα, δικαιολογείται η μη εφαρμογή της και εφαρμογή του λόγου της Κουτσελίνη-Ιωαννίδου (ανωτέρω)και της προγενέστερης νομολογίας που έθεσε τις ίδιες αρχές.

Σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν οι αποκοπές και η εισφορά να δικαιολογηθούν κάτω από το μανδύατου περιορισμού της «δημόσιας ωφελείας».

 

Ο δικαστής αναφέρει απόσπασμα της απόφασης στην υπόθεση Vassos Hadjioannou and other against the Republic of Cyprus (1983), 3 A.A.Δ. 536, το οποίο δεν αφήνει καμία αμφιβολία.

 

Το ακόλουθο απόσπασμα από την πιο πάνω απόφαση είναι ενδεικτικό της θεμελιώδους αρχής ότι το Κράτος δεν δύναται να αποκομίσει οικονομικόν όφελος:-

«From the above it becomes obvious that it is not possible to fix precisely the cases in which acquisition is justifiable, our constitution having no restrictιon on the matter.  It is enough if the public interest demands in a given case, the sacrifice of the private interest of ownership.  Acquisition is always possible when it is dictated by a purpose for the State, which is never allowed to be economic, that is to aim to get in addition for the one in whose favour the acquisition is, more assets Public benefit does not mean benefit of the State.»  (Η υπογράμμιση του Δικαστή).

 

Ο Δικαστής σε υποστήριξη της πιο πάνω θέσης του, παραθέτει και άλλες αποφάσεις και απόσπασμα από το σύγγραμμα του Δαγτόγλου.  Σύνταγμα και Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, 4η Έκδοση 2012, σελ. 909, παρ. 1243.  Και ο Δικαστής καταλήγει:  «Έχοντας υπόψιν τη διαχρονική και δεσμευτική νομολογία και για τους λόγους που έχω εξηγήσει νωρίτερα, καταλήγω ότι η εξεταζόμενη νομοθεσία, Νόμοι 192(I)/2011, Ν.168(I)/2012, Ν.131(I)/2013, Ν.94(I)/2018, και Ν.113(I)/2011 παραβιάζουν το δικαίωμα ιδιοκτησίας, όπως αυτό προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος.

 

 

ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΜΟΥ ΑΠΟΨΕΙΣ

Είμαι βέβαιος ότι θέμα «πυρήνα» μισθών και συντάξεων δεν τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών της Βουλής. Ούτε τέτοιο θέμα συζητήθηκε στη Βουλή. Πιστεύω ότι ούτε το Άρθρο 23 του Συντάγματος συζητήθηκε στη Βουλή.  Απουσιάζουν και τα δύο από το Νόμο 168(Ι)2012 και από τους σχετικούς με το θέμα Νόμους.

 

Έχω την άποψη ότι ένας πρέπει να εκφράζει αυτό που πιστεύει και νιώθει χωρίς ενδοιασμούς και φόβο.  Κράτος, Βουλή και Ανώτατο – η πλειοψηφία – βίασαν το Άρθρο 23 του Συντάγματος, τη θεμελιακή αρχή ότι μισθοί και συντάξεις είναι το ατομικό δικαίωμα προστατευόμενο από το Άρθρο 23 και τη σχετική Ευρωπαϊκή και τη δική μας Νομολογία.

 

Ο «πυρήνας» είναι κατά τη γνώμη μου ένα εκ των υστέρων επινόημα, εφεύρημα, άσχετο με το Άρθρο 23 του Συντάγματος, το περιεχόμενο του οποίου είναι σαφές, σε αντίθεση με τον «πυρήνα», ο οποίος από τη φύση του είναι ανερμήνευτος, αδιασαφήνευτος.

 

Αυθαίρετες είναι οι μειώσεις των μισθών και των συντάξεων.  Και το ερώτημα που λογικά τίθεται είναι:  Ποιο είναι το ύψος το οποίο δεν κατοχυρώνεται;  Αυτό που αφαιρείται από το μισθό και τη σύνταξη κάθε φορά που το Κράτος αποφασίζει να αφαιρέσει από τους μισθούς και τις συντάξεις. Και ένα άλλο ερώτημα: Ποιος είναι ο πυρήνας ενός εκάστου υπαλλήλου και συνταξιούχου;  Αυτό που μένει από το μισθό και τη σύνταξη όταν το Κράτος αφαιρέσει αυθαίρετα αυτό που αποφασίζει για να σώσει την οικονομία.

 

Το Κράτος αυθαίρετα ματαίωσε τη νόμιμη προσδοκία όλων των εφεσίβλητων να αποκτήσουν τις προσαυξήσεις.  Αυθαίρετα έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι στερούντο επάρκειας επιμέλειας και αφοσίωσης στα καθήκοντά τους.  Το μόνο που απέμεινε ήταν η απόλυσή τους.  Το Κράτος αυθαίρετα κατάργησε τιμαριθμικούς δείκτες και το τιμαριθμικό επίδομα.  Κατάργησε το αναφαίρετο δικαίωμα του εργαζόμενου να λάβει την ανάλογη αύξηση του εισοδήματος του όταν το κόστος της ζωής αυξάνεται.  Κατάργησε την απαραίτητη πτυχή της δικής του εισοδηματικής πολιτικής ως σύγχρονου κράτους και δη Ευρωπαϊκού.

 

Παρακαλώ δείτε αποσπάσματα από συγγράμματα έγκριτων οικονομολόγων, Peter Donaldson και Paul Samuelson.

 

Το Κράτος επέδραμε στην ευπρόσιτη και ευαπόκτητη λεία μισθών και συντάξεων σύμφωνα με δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα με διαφορετικές λέξεις αλλά με το ίδιο νόημα.

 

Το δικαίωμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης και της κοινωνικής ασφάλειας εξ ορισμού είναι αυστηρώς ατομικό.  Το Άρθρο 9 του Συντάγματος προβλέπει:

«Έκαστος έχει το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης και κοινωνικής ασφάλειας.  Ο Νόμος θα προβλέψει περί προστασίας των εργατών, αρωγής προς τους πτωχούς και συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων (Η υπογράμμιση δική μου).

 

Αντίστοιχες διατάξεις υπάρχουν στο Διεθνές Σύμφωνο επί Οικονομικών και Πολιτιστικών Δικαιωμάτων και επίσης στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη.  Τι αποτελεί αξιοπρεπή διαβίωση δεν καθορίζεται στο Άρθρο αυτό.

 

ΔΕΙΤΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Ανδρέα Νικόλα Λοΐζου, πρώην Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

«έκαστος»:  Ο καθένας χωριστά

Δείτε Σύγχρονο Λεξικό της Ελληνικής, Γλωσσικό και Επιστημονικό.

The quest for Equity

Our experience is that nearly every government, sooner or later comes round to the view incomes policy represents the only hope of coming to grips with the problem of inflation in modern industrial countries.

Το πιο πάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο του έγκριτου Οικονομολόγου Peter Donaldson “Economics of the Real World”.

Ο τίτλος «Η αναζήτηση Δικαιοσύνης» είναι χαρακτηριστικός της σημασίας που έχει η κυβερνητική πολιτική για την αντιμετώπιση της αύξησης των τιμών και του συνακόλουθου επηρεασμού των εισοδημάτων των εργαζομένων.

From Paul Samuelson Book “ECONOMICS – Introductory Analysis:

“A well known College dean used to address the entering class:  “Take a good look at the man on your right and the man on your left, because next year one of you won’t be here”.

If the future should be like the past, then of any three readers of the book, a similar statement can be made.   There is a strong probability that one, at some period of his life, will be hard hit by a depression or may have his lifetime savings wiped out by price inflation.  And all three will find that economic events play a dominant role in their everyday lives.

O Paul Samuelson – διακεκριμένος Οικονομολόγος – βραβεύτηκε με το Nobel. 

 

 

Κρίσεις και σχόλια για την απόφαση του δικαστή Γ. Ν. Γιασεμή

Οι δικαστές Ναθαναήλ και Παρπαρίνος έδωσαν απαντήσεις στις αποφάσεις του Προέδρου Νικολάτου και του Γιασεμή. Πιο κάτω σχολιάζω κι εγώ την απόφαση Γιασεμή.

 

Ο δικαστής προέβηκε σε εσφαλμένη ερμηνεία της παραγράφου 3 του άρθρου 23 του Συντάγματος. Παραθέτω την πρόνοια:

«3. Η άσκησις τοιούτου δικαιώματος δυνατόν να υποβληθεί διά νόμου εις όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς απολύτως απαραιτήτους προς το συμφέρον της δημόσιας ασφαλείας ή της δημόσιας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιόκτητης προς προαγωγήν της δημόσιας ωφελείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων τρίτων...».

 

Ο δικαστής παραπέμπει στο λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, Β΄ Έκδοση, σελ. 166, για ερμηνεία της λέξης «ανάπτυξη»: μεταξύ άλλων σημαίνει «τη βελτίωση των οικονομικών δεκτών μιας χώρας, με βασικό στοιχείο την αύξηση της παραγωγής».

 

Ο δικαστής παραλείπει να πει ότι μια έννοια εξαρτάται από τα συμφραζόμενα. Στην πιο πάνω πρόνοια της παραγράφου 3 του άρθρου 23 (την έχω υπογραμμίσει) προηγείται η ανάπτυξη της ιδιοκτησίας και ακολούθως η χρησιμοποίησή της.

 

Εάν πραγματικά ο συντάκτης ήθελε να προβλέψει τέτοια σημαντική χρήση της ιδιοκτησίας ήτοι την βελτίωση των οικονομικών δεικτών, με βασικό στοιχείο την αύξηση της παραγωγής, θα το έπραττε όπως έκαμε με την ασφάλεια, την υγεία, τα δημόσια ήθη και την πολεοδομίαν.

 

Ο δικαστής αποφάσισε ότι οι μισθοί και οι συντάξεις αποδεδειγμένα αποτελούσαν τη μεγαλύτερη κατηγορία δαπανών, με την οποίαν επιβαρυνόταν ο ετήσιος προϋπολογισμός του Κράτους. Όμως, όπως πολύ εύστοχα αναφέρει στην απόφασή του ο Ναθαναήλ, δεν παρουσιάστηκε καμιά μελέτη από το Κράτος για το θέμα αυτό.

 

Οι διαδοχικές θεσπίσεις νόμων από τον Αύγουστο του 2011 για μειώσεις μισθών και συντάξεων, κάθε φορά με διαφορετικά ποσοστά μειώσεων αν αποδεικνύουν κάτι είναι όχι μόνο τον φαύλο κύκλο της οικονομίας αλλά και την φαυλότητα του κράτους στην προώθηση των νομοθετημάτων στη Βουλή.

 

Οι προσαυξήσεις είναι αδιαμφισβήτητα μέρος του μισθού του υπαλλήλου. Το Σχέδιο Υπηρεσίας κάθε υπαλλήλου περιέχει τον βασικό του μισθό και τις προσαυξήσεις μέχρι την κορυφή. Συνεπώς, ο δικαστής εσφαλμένα έκρινε ότι οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις νομοθεσίες για την παροχή των προσαυξήσεων δεν ικανοποιήθηκαν. Έκδηλος παραλογισμός. Πώς ήτο δυνατόν να ικανοποιηθούν εφόσον με νομοθεσίες καταργήθηκε η ίδια η ύπαρξή της.

 

Σημαντική απουσία από την απόφασή του η εξέταση των προνοιών του Άρθρου 9 του Συντάγματος, το οποίον προβλέπει το δικαίωμα σε αξιοπρεπή διαβίωση εκάστου, του καθενός χωριστά. Παρακαλώ δείτε τις δικές μου απόψεις στις προηγούμενες εκδόσεις του «Δ.Υ.» και στη σημερινή.

 

 

 

Του Αντώνη Γεωργιάδη
Είναι Barrister-at-law.


Άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα στην Αγγλία και την Κύπρο σε όλες τις βαθμίδες της Δικαιοσύνης πάνω από μισό αιώνα.
Διετέλεσε για επτά χρόνια Ανώτερος Λειτουργός Νομικών Ερευνών στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, μέλος των Νομοπαρασκευαστικών Επιτροπών και επίσης μέλος της Επιτροπής για τη βελτίωση και ενοποίηση των Ευρωπαϊκών Συμβάσεων με ποινικό περιεχόμενο.
Δίδαξε νομικά και ελληνική λογοτεχνία σε Κολλέγια και διετέλεσε Εξεταστής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου για το G.C.E. (General Certificate of Education).
Τον Φεβρουάριο του 2014 ο Βασιλιάς της Σουηδίας Carl Custaf τον τίμησε με την απονομή του ΤΙΤΛΟΥ ORDER OF THE POLAR STAR, OFFICER FIRST CLASS, για Ανθρωπιστικές και Νομικές Υπηρεσίες στο Σουηδικό Κράτος, σε Διπλωμάτες, Προξένους και Πρέσβεις και στους Σουηδούς πολίτες.​