Εξοχικά Διαμερίσματα ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.

Περισσότερα »

Εγγραφή Μέλους

Περισσότερα »

Εκπτωτικό Σχέδιο Μελών ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.

Περισσότερα »

Τα νέα του Κλάδου Συνταξιούχων ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.

Περισσότερα »

 

Τα εύσημα

Η ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε στις 10 Απριλίου, ότι η μείωση των μισθών και των συντάξεων των κρατικών και ημικρατικών υπαλλήλων δεν παραβιάζει το άρθρο 23 του Συντάγματος και επομένως είναι νόμιμη. Η απόφαση χαιρετίστηκε με απόδοση ευσήμων στους Δικαστές και με εγκωμιαστική αναφορά στις αρετές «της ανεξαρτησίας, της αξιοπιστίας και του ακεραίου» τους, όλα στοιχειώδη χαρακτηριστικά και εκ των ων ουκ άνευ για κάθε λειτουργό της Δικαιοσύνης. Πολλές ήταν και οι δηλώσεις πίστης στην αρχή του σεβασμού των αποφάσεων των Δικαστηρίων. Προς τί, όμως, τα εύσημα και οι δηλώσεις αυτές για αυτονόητα συστατικά κάθε ευνομούμενης δημοκρατίας, θεμελιώδης αρχή της οποίας είναι η διάκριση και ο αλληλοσεβασμός των εξουσιών; Μήπως κάποιοι υπονοούν ότι υπήρξαν και υποθέσεις όπου οι δικαστικές αποφάσεις ήταν προϊόν μεροληψίας, αναξιοπιστίας και ανεντιμότητας;

 

Η απάντηση μπορεί να δοθεί με αναδρομή στη συμπεριφορά ορισμένων, εκκρεμούσης της έφεσης εναντίον της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου. Χωρίς αναστολή και με έλλειψη ευαισθησίας για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, τρομοκρατούσαν την κοινωνία, με κάθε ευκαιρία, τονίζοντας τις καταστροφικές συνέπειες τυχόν επικύρωσης της πρωτόδικης απόφασης από το Εφετείο, κραδαίνοντας μάλιστα τη δαμόκλειο σπάθη της τροποποίησης του Συντάγματος. Η έμμεση προσπάθεια επηρεασμού των Δικαστών συνεχίστηκε μέχρι και την προτεραία της έκδοσης της ακυρωτικής απόφασης. Δυστυχώς, ο Γενικός Εισαγγελέας τίποτε δεν έπραξε για να «επιβάλει την τάξη», πέραν των πατρικών νουθεσιών του προς παρεκτρεπομένους. Οι μέχρι χθες επιλήσμονες θυμήθηκαν - εκ του ασφαλούς τώρα και ίσως με υποκείμενα αισθήματα ενοχής και μεταμέλειας για τη στάση τους - το χρέος τους για σεβασμό της ανεξαρτησίας της Δικαστικής Εξουσίας. Όμως, ο σεβασμός αυτός γίνεται πράξη με τον τρόπο που λειτουργεί ο καθένας ως διοικών και διοικούμενος. Πρώτον, με την αποφυγή, λόγω ή έργω, συμπεριφοράς, που τείνει να επηρεάσει την κρίση των οργάνων της δικαιοσύνης και δεύτερον, με την πιστή και συνεπή υπακοή στις αποφάσεις των Δικαστηρίων. Το πόσο σέβονται κάποιοι (αξιωματούχοι, βουλευτές, κομματάρχες, ακόμη και δημοσιογράφοι) τα Δικαστήρια, αλλά και τα δικαιώματα των πολιτών, αποδείχθηκε και από τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασαν στο άκουσμα της προσφυγής στη Δικαιοσύνη από επηρεαζόμενους υπαλλήλους και συνταξιούχους, τους οποίους λοιδόρησαν, χαρακτηρίζοντας τους μέχρι και απάτριδες, επειδή άσκησαν ένα θεμελιώδες, κατά το άρθρο 30 του Συντάγματος, δικαίωμά τους.

 

Η κρίση του δικαστηρίου

Η απόφαση αιτιολογήθηκε με την επίκληση της θεωρίας του εννοιολογικά δυσπροσδιόριστου διαχωρισμού του ατομικού δικαιώματος σε πυρήνα και περιφέρεια. Η θέση του Δικαστηρίου ήταν ότι η άσκηση του δικαιώματος δεν εμπίπτει στον πυρήνα του και ότι, όταν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι δημοσίου συμφέροντος ( όπως η διάσωση της εθνικής οικονομίας), η άσκηση αυτή μπορεί να περιοριστεί μέχρι του ορίου που δεν θέτει σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση του ατόμου.

 

Ωστόσο, στην κρίση της συνταγματικότητας του νόμου, με τον οποίο υλοποιήθηκε η μείωση των απολαβών και των συντάξεων συγκεκριμένης κατηγορίας εργαζομένων, με μόνο κριτήριο τον τομέα απασχόλησης, συμπλέκονται, με το άρθρο 23, άλλες διατάξεις θεμελιωδών δικαιωμάτων. Και συγκεκριμένα, τα άρθρα 24 (συνεισφορά στα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεων εκάστου) και 28 (Ισονομία). Εν προκειμένω, το Δικαστήριο τόνισε, «…με αναφορά στη νομολογία, την ευρεία ευχέρεια του κράτους να ρυθμίζει νομοθετικά τα δημόσια οικονομικά, να διαμορφώνει το εκάστοτε φορολογικό σύστημα και να επιλέγει τους τομείς και τα φορολογικά αντικείμενα που θα φορολογεί..,» και αποφάνθηκε ότι η υπό κρίση νομοθεσία δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας.

 

Στην υπόθεση ‘’Φυλακτού V Κυπριακή Δημοκρατία’’ (14.6.2013), που αφορούσε την ομάδα των δικαστών, με επίδικη νομοθεσία, μεταξύ άλλων, τους νόμους 112(Ι)/2011 και 193(Ι)/2011, (περί Έκτακτης Εισφοράς Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα), το Δικαστήριο έκρινε «… τους δύο επίδικους νόμους, ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες νομοθεσίες» και αποφάσισε ότι δεν «..είναι γενικής εφαρμογής, αφού….. περιορίζεται στους δημόσιους και κρατικούς υπαλλήλους….», παραγνωρίζοντας ότι «..με άλλη νομοθεσία (Ν. 202(Ι)/2011) προβλέφθηκε και φορολόγηση του ιδιωτικού τομέα κατά την ίδια περίοδο…». Αντίθετα, στην υπόθεση Χαραλάμπους κ.α. V Υπουργού Οικονομικών (11.6.2014), το Δικαστήριο έκρινε ότι «…η θυσία που καλούνταν οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα να υποστούν, θα έπρεπε να μην ήταν δυσανάλογη από άλλες ομάδες εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα…». Παρά ταύτα, αποφάσισε ότι τα άρθρα 24 και 28 δεν παραβιάζονταν από την νομοθεσία για έκτακτη εισφορά, γιατί δεν διαπίστωσε «…οποιαδήποτε παραβίαση της αρχής της ισότητας, εφόσον μεταξύ των μισθωτών και συνταξιούχων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα διαμορφώθηκε πλήρης ισότητα..», από τη στιγμή που «…επιβλήθηκε έκτακτη εισφορά και στον ιδιωτικό τομέα» (Ν.202(Ι)/2011). Ο John K. Galbaith, στο μνημειώδες βιβλίο του “e Affluent Society” υποστηρίζει ότι, για να ερμηνεύσουμε τιςμεταλλάξεις στις θέσεις που προβάλλουν κατά καιρούς δημόσια πρόσωπα, θα πρέπει να μην ξεχνάμε ένα βασικό κανόνα: αυτοί που κατέχουν υψηλά αξιώματα θεωρούν ότι νομιμοποιούνται, ελέω θεού, να προσαρμόζουν το σκεπτικό τους ανάλογα με την απάντηση που έχουν ανάγκη και ότι η λογική κρίση είναι υποχρέωση μόνον αυτών που βρίσκονται στα χαμηλά της ιεραρχίας («men of high position are allowed, by a special act of grace, to accommodate their reasoning to the answer they need. Logic is only required in those of lesser rank.», Ch.18). Ο κανόνας αυτός βρίσκει εφαρμογή στις πιο πάνω δύο αντιφατικές κρίσεις του Δικαστηρίου με την επίκληση του ιδίου γεγονότος.

 

Το συναφές ερώτημα είναι αν η σχετική με τις αποκοπές των μισθών και συντάξεων νομοθεσία θίγει ή όχι τον πυρήνα των δύο θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνουν τα άρθρα 24 και 28. Γιατί, παρά τη σοφιστική βάφτιση των αποκοπών ως «μείωση των απολαβών», αυτές είναι στην ουσία συνεισφορά στον κοινό στόχο της διάσωσης της οικονομίας. Στον κοινό αυτό στόχο δεν κλήθηκαν να συνεισφέρουν π.χ. εργοδοτούμενοι και άλλοι στον ιδιωτικό τομέα με εισοδήματα πολύ πιο ψηλά από αυτά χιλιάδων εργοδοτουμένων και συνταξιούχων, κρατικών και ημικρατικών. Γιατί στην προκείμενη περίπτωση να μην ισχύει η αρχή την οποία το Δικαστήριο υπέμνησε στην υπόθεση Χαραλάμπους κ.α V Υπουργού Οικονομικών, ότι δηλ. η συνεισφορά των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα «…θα έπρεπε να μην ήταν δυσανάλογη από άλλες ομάδες εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα…»; Ειρήσθω εν παρόδω ότι, στην υπόθεση ‘’Φυλακτού V Κυπριακή Δημοκρατία’’, ο Γενικός Εισαγγελέας, στην αγόρευσή του, θυμήθηκε ότι οι αποκοπές ήταν φορολογία, σε μια προσπάθεια να βγει από τον λάκκο που η ίδια η Νομική Υπηρεσία άνοιξε, χρήζοντας τες ως «μείωση των απολαβών», για να διασώσει τη σχετική νομοθεσία από την εφαρμογή των άρθρων 24 και28.

 

Η ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε (‘’Φυλακτού V Κυπριακή Δημοκρατία’’) ότι η μείωση των απολαβών των δικαστών, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, είναι ανεπίτρεπτη λόγω «…της ανάγκης διαφύλαξης της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας, που είναι ….θέμα υψίστης σημασίας δημοσίου συμφέροντος». Εντύπωση προκαλεί η επίκληση νομολογίας αμερικάνικου Δικαστηρίου για να δικαιολογηθεί η εξαίρεση των δικαστών ακόμη και από την πληρωμή εισφοράς για τις συντάξεις τους, σε αντίθεση με τους κρατικούς και ημικρατικούς υπαλλήλους στους οποίους επιβλήθηκε μόνιμη εισφορά 5% των ακαθάριστων απολαβών τους. Εξίσου εντυπωσιακή είναι και η ακόλουθη κυνική, και με αρκετή δόση αλαζονείας, δήλωση: «..ίσως η σημερινή απόφασή μας να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του κοινού και του κράτους, αλλά ‘’ως Δικαστές, μπορούμε να κάνουμε και θα κάνουμε μόνο ένα πράγμα, αγνοώντας οτιδήποτε άλλο, και αυτό είναι να εφαρμόσουμε τον νόμο, οποιεσδήποτε και αν είναι οι συνέπειες”(ρήση Λόρδου Dyson)». To δικαίωμα των δικαστών στην αντιμισθία τους δυνάμει των άρθρων 153. 12 και 158. 3 του Συντάγματος, έχει μόνο πυρήνα που δεν επιδέχεται κανένα περιορισμό; Αν η μείωση ενός μηνιαίου μισθού €10.000, έστω και κατά ένα σεντ, εμπεριέχει τον κίνδυνο διάβρωσης της ακεραιότητας του δικαστή μήπως το ίδιο δεν ισχύει π.χ. για τον φοροθέτη, τον τελώνη, τον ταμία, με μηνιαίο μισθό €2.500 –€3.500; Αυτοί οφείλουν να είναι ακέραιοι και αμερόληπτοι και όταν ακόμη οι απολαβές τους μειώνονται κατά €325 - €510, επιπρόσθετα από τον φόρο εισοδήματος;

 

Η ηθική διάσταση

Το περιεχόμενο των νόμων διαμορφώνεται και θεσπίζεται από τις δυο εξουσίες, την εκτελεστική και τη νομοθετική. Είναι ακριβώς αυτές οι δύο εξουσίες που πρέπει να προλαμβάνουν και να μεριμνούν ώστε «..ο περιορισμός (των δικαιωμάτων)…» να μην «..είναι αυθαίρετος, χωρίς έρεισμα στις αποκρυσταλλωμένες αρχές της χρηστής διακυβέρνησης και της ορθά ισοζυγισμένης λήψης αποφάσεων, από τα κρατικά όργανα.» (Χαραλάμπους κ.α V Υπουργού Οικονομικών). Σημαντικός, αν όχι καίριος, είναι και ο ρόλος της διοίκησης. Φαίνεταιότι η ευαισθησία και ενσυναίσθηση που πρέπει να επιδεικνύεται για τις κοινωνικές επιπτώσεις δημοσιονομικών πολιτικών, ήταν εκτός του πεδίου των αντανακλαστικών των τεχνοκρατών που συνέλαβαν, επεξεργάστηκαν και πρότειναν το σχέδιο μείωσης των απολαβών και συντάξεων. Η θεώρησή τους ήταν καθαρά λογιστική. Μέλημά τους ήταν να βγουν οι αριθμοί που οι πολιτικά προϊστάμενοί τους έθεσαν ως στόχο, αδιαφορώντας αν το μέτρο ήταν ορθά ισοζυγισμένο και δίκαιο. Τους διέφυγε ότι οι εργαζόμενοι στον κρατικό και ευρύτερο δημόσιο τομέα δεν είναι μια εισοδηματικά ομοιογενής ομάδα. Ούτε και η Βουλή προβληματίστηκε. Ο λαϊκισμός του καφενείου, που καταλογίζει όλα τα κακά της κρίσης στους ‘’καταραμένους’’ κρατικούς υπαλλήλους, επικράτησε της ορθολογικής και αντικειμενικής ανάλυσης των επιπτώσεων της νομοθεσίας. Στο πεδίο εφαρμογής της μείωσης απολαβών εμπίπτουν από εργάτες μέχρι και γενικοί διευθυντές. Το 2014 ο μέσος ακαθάριστος μηνιαίος μισθός των 14.000 εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων, μελών της ΠΑΣΥΔΥ, ήταν €2.350 περίπου. Η μέση ακαθάριστη μηνιαία κυβερνητική σύνταξη των 7.700 συνταξιούχων ήταν γύρω στα €1.440 και προτιθέμενης της σύνταξης κοινωνικών ασφαλίσεων για όσους ήταν 63 ετών και άνω, έφθανε τα €1.800 περίπου. Ο αριθμός των επηρεαζόμενων εργαζομένων και συνταξιούχων ξεπερνά τις 90.000. Μεταξύ τους υπάρχουν αρκετές χιλιάδες υπαλλήλων με εισοδήματα κάτω από τους πιο πάνω μέσους όρους, δεδομένου ότι το μέσο των κλιμάκων Α1 μέχρι Α8 κυμαίνεται από €1.300 μέχρι €2.500 το μήνα. Πολλοί δικαιούχοι σύνταξης αφυπηρέτησης παίρνουν €1.300 – €1.800 το μήνα και πολλές χήρες €800 - €1.200 το μήνα. Όλων αυτών μειώθηκε, όχι μόνο η κυβερνητική σύνταξη, αλλά και η σύνταξη κοινωνικών ασφαλίσεων. Οι πίνακες που φαίνονται πιο κάτω είναι ενδεικτικοί της επίδρασης των μειώσεων στους μισθούς και στις συντάξεις μέχρι τον Ιούνιο του 2018, που άρχισε η σταδιακή αποκατάστασή τους.

 

Το ερώτημα που εγείρεται δεν είναι αν έπρεπε οι κρατικοί και ημικρατικοί υπάλληλοι και συνταξιούχοι να συνεισφέρουν στη διάσωση της εθνικής οικονομίας. Το αντίθετο θα ήταν ύβρις προς το σύνολο της κοινωνίας. Το ζήτημα είναι γατί να μην κληθούν όλοι να συνεισφέρουν ανάλογα με τα εισοδήματά τους. Δεν είναι όλοι στον ιδιωτικό τομέα χαμηλόμισθοι και χαμηλοσυνταξιούχοι. Μάλιστα, υπάρχουν πολλοί που «τα κονόμησαν» εν μέσω κρίσης επωφελούμενοι κινήτρων και υπό συνθήκες που διέσυραν τη χώρα μας. Κάποιοι καλοθελητές επικαλούνται, μεταξύ άλλων, το κούρεμα καταθέσεων και την απώλεια μετοχών από τους ιδιώτες για να δικαιολογήσουν την εμμονική προκατάληψή τους εναντίον των δημοσίων υπαλλήλων, ωσάν οι τελευταίοι να μην έχουν απολέσει καταθέσεις και μετοχές. Ωσάν μεταξύ τους να μην υπάρχουν οικογενειάρχες που κατέληξαν να μην εξυπηρετούν τα δάνειά τους λόγω της σημαντικής μείωσης των απολαβών τους. Με βάση ποια λογική μειώθηκαν οι συντάξεις κοινωνικών ασφαλίσεων μόνο των κρατικών και ημικρατικών συνταξιούχων μέχρι και κατά 17,5%, όταν στo Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων όλοι οι εργαζόμενοι έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις και δικαιώματα, ανεξάρτητα από επαγγελματική κατάσταση ή τομέα απασχόλησης;

 

Έχουμε κράτος δικαίου;

Ο απόστολος Παύλος στην προς Τιμόθεο πρώτη επιστολή του, επισημαίνει ότι η παρεχόμενη από το νόμο εξουσία δεν πρέπει να απολήγει σε κατάχρηση του σκοπού του: «Οίδαμεν δε ότι καλός ο νόμος, εάν τις αυτώ νομίμως χρήται». Η κατά το Δικαστήριο «…ευρεία ευχέρεια του κράτους να ρυθμίζει νομοθετικά τα δημόσια οικονομικά, να  διαμορφώνει το εκάστοτε φορολογικό σύστημα και να επιλέγει τους τομείς και τα φορολογικά αντικείμενα που θα φορολογεί..,» επιτρέπει τη χωρίς όρια αυθαιρεσία, όπως αυτή εκδηλώθηκε με τη νομοθεσία για την οριζόντια μείωση των απολαβών μιας ομάδας εργαζομένων; Η ευχέρεια αυτή εξικνείται μέχρι σημείου που να οδηγεί εργαζόμενους και συνταξιούχους κάτω από ή κοντά στο όριο της φτώχειας;

 

Πόσο ευνομούμενo είναι το κράτος μας, όταν χρειάστηκαν επτά χρόνια για να τελεσιδικήσει η απόφαση για τη συνταγματικότητα μιας νομοθεσίας, η οποία επηρέαζε 90.000 πολίτες και προκαλούσε, μεσούσης της οικονομικής κρίσης, τόση αβεβαιότητα για οποιοδήποτε δημοσιονομικό σχεδιασμό; Η δικαστική εξουσία έδωσε, ως όφειλε, τη δέουσα προτεραιότητα στην επίλυση μιας τόσο σοβαρής διαφοράς; Είναι αυτό δείγμα σεβασμού προς τον πολίτη και τα δικαιώματά του; Παρεμπιπτόντως, δεν είναι πρόκληση προς το δημόσιο αίσθημα η σπουδή με την οποία χειρίστηκε το Ανώτατο Δικαστήριο την υπόθεση ‘’Φυλακτού V Κυπριακή Δημοκρατία’’, στην οποία είχαν συμφέρον μόνον οι δικαστές, εκδίδοντας τελεσίδικη απόφαση στις 14 Ιουνίου, 2013, ένα χρόνο μετά την καταχώριση της;

 

Το νόμιμο δεν είναι πάντα δίκαιο. Γι’ αυτό, οφείλουμε να σεβόμαστε τις αποφάσεις των Δικαστηρίων, έστω και αν θεωρούμε ότι οι νόμοι είναι άδικοι. Ωστόσο, ο σεβασμός αυτός δεν εξυπακούει και την απεμπόληση του δικαιώματος χρήσης των ένδικων μέσων που προσφέρει στον πολίτη το σύστημα δικαιοσύνης. Είναι ίδιο κράτους δικαίου και κοινωνίας με δικαιοκρατική συνείδηση ο προπηλακισμός πολιτών (ακόμη και από νομικούς), επειδή προσφεύγουν στη δικαιοσύνη, όταν πιστεύουν ότι αδικούνται;

 

Τέλος, μπορεί ορισμένοι να είναι θεσμικά ανεξέλεγκτοι και να συμπεριφέρονται κατά τρόπο που πολλές φορές υπερβαίνει τα όρια της θεσμικής εξουσίας τους. Είναι, όμως, υπόλογοι και κρίνονται από τον μέσο πολίτη. Και αλίμονο στο δημόσιο πρόσωπο και τον θεσμό που αυτό υπηρετεί, αν απαξιωθεί στη συνείδηση της κοινωνίας.

 

Παναγιώτης Δ. Γιάλλουρος,
Συνταξιούχος Δημόσιος Υπάλληλος