Εξοχικά Διαμερίσματα ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.

Περισσότερα »

Εγγραφή Μέλους

Περισσότερα »

Εκπτωτικό Σχέδιο Μελών ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.

Περισσότερα »

Τα νέα του Κλάδου Συνταξιούχων ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.

Περισσότερα »

Η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επιφύλαξε την απόφαση της στις εφέσεις με Αρ. 177/18, 75/19, 76/2019 και 77/19 που καταχώρησε ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ενάντια στις ακυρωτικές αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου Κύπρου, σε σχέση με τις μειώσεις μισθών και συντάξεων, ΑΤΑ – προσαυξήσεων και τη συνεισφορά για το κυβερνητικό σχέδιο σύνταξης. Ειδικότερα:

(α). Με την έφεση Αρ. 177/18 προσβλήθηκε η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις ΑΥΓΟΥΣΤΗ κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. 898/2013 κ.ά., με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι πρόνοιες του άρθρου 3 του Νόμου 168(Ι)/2012, στο μέτρο που περιόριζαν το αποκρυσταλλωμένο δικαίωμα των αιτητών στη σύνταξη.

(β). Με την έφεση Αρ. 75/19 προσβλήθηκε η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΥ κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. 611/2012 κ.ά., με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματική η μη παραχώρηση στους αιτητές προσαυξήσεων και τιμαριθμικών αυξήσεων με βάση τον Νόμο 192(Ι)/2011.

(γ). Με την έφεση Αρ. 76/19 προσβλήθηκε η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. 98/2013 κ.ά., με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι μειώσεις των απολαβών υπαλλήλων της κρατικής υπηρεσίας και του ευρύτερου δημόσιου τομέα με βάση τον Νόμο 168(Ι)/2012.

(δ). Με την έφεση Αρ. 77/19 προσβλήθηκε η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις ΦΙΛΙΠΠΟΥ κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. 1713/2011 κ.ά., με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματικό το άρθρο 4 του Νόμου 113(Ι)/2011, το οποίο αποτέλεσε τη δικαιοδοτική βάση για αποκοπή από τις μηνιαίες απολαβές κάθε υπαλλήλου ποσοστού 3% για σκοπούς διασφάλισης της βιωσιμότητας του Κυβερνητικού Σχεδίου Σύνταξης.

 

Οι λόγοι έφεσης

1. Λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τις προδικαστικές ενστάσεις των εφεσειόντων αναφορικά με το εμπρόθεσμο της καταχώρησης των προσφυγών και/ή την απώλεια του εννόμου δικαιώματος των εφεσιβλήτων να καταχωρήσουν εκ των υστέρων προσφυγή. 

2. Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι αυτό που πρωτίστως έπρεπε να εξεταστεί από το δικαστήριο δεν ήταν το ουσιώδες του περιορισμού αλλά το επιτρεπτό του περιορισμού και όπως αναφέρθηκε στη σχετική αιτιολογία το δικαστήριο λανθασμένα δεν εφάρμοσε το σκεπτικό της απόφασης Χαραλάμπους στις υποθέσεις των αποκοπών από τις συντάξεις.

3. Λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι το πάγωμα των προσαυξήσεων και η επιβολή του 3% στον μηνιαίο μισθό των δημοσίων υπαλλήλων, ως εισφορά στο κυβερνητικό σχέδιο σύνταξης, εμπίπτουν στην προστασία του Άρθρου 23 του Συντάγματος και λανθασμένα στις σχετικές προσφυγές εφάρμοσε την απόφαση Μαρία Κουτσελίνη Ιωαννίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας.

4. Το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να σταθμίσει και/ή να εξετάσει προσηκόντως ότι τόσο η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσο και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν κατοχυρώνει δικαίωμα ορισμένου ύψους μισθού και μάλιστα σε σχέση με μελλοντικές απολαβές.

5. Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι η επιβολή του 3% στον μηνιαίο μισθό των δημοσίων υπαλλήλων, ως εισφορά στο κυβερνητικό σχέδιο σύνταξης αποτελεί ανεπίτρεπτο περιορισμό που δεν δικαιολογείται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος.

6. Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα εφάρμοσε την Κουτσελίνη, η οποία αφορούσε στέρηση του αποκρυσταλλωμένου δικαιώματος της σύνταξης στις υποθέσεις που αφορούσαν πάγωμα των προσαυξήσεων, μείωση μισθού και επιβολή του 3% στον μηνιαίο μισθό των δημοσίων υπαλλήλων.

 

Οι δικές μας απαντήσεις

1. Όσον αφορά τους λόγους έφεσης σε σχέση με το εμπρόθεσμο των προσφυγών οι ευπαίδευτοι συνήγοροί μας υποστήριξαν τα ακόλουθα:

(α). Νομολογιακό έρεισμα της επίδικης κρίσης ήταν οι αποφάσεις της πλήρους Ολομέλειας στην Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας, Υποθ. 1480/2011 κ.α./11.6.2014 και Κουτσελίνη v. Δημοκρατίας, Υποθ. 740/32011 κ.α./7.10.2014.

(β). Τόσο στην Έφεση όσο και στην Αγόρευση του ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έχει αμφισβητήσει την ορθότητα των πιο πάνω αποφάσεων. Ούτε έχει ζητήσει όπως το Ανώτατο Δικαστήριο αποστεί από την πιο πάνω Νομολογία.

(γ). Έχει νομολογηθεί ότι η αυστηρή προσήλωση στη Νομολογία συνιστά καθιερωμένη αρχή θεμελιωμένη στο δόγμα της δεσμευτικότητας της Νομολογίας ως μέσου διασφάλισης της βεβαιότητας του δικαίου (βλ. Victor Nicolaevich Makushin Πολιτική Έφεση 370/2011/17.1.2012). Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι η βεβαιότητα του δικαίου και το δόγμα του stare decisis είναι επιτακτικές αρχές, καλά καθιερωμένες στο σύστημα δικαίου που ακολουθείται στην Κύπρο ως σύστημα που ουσιαστικά ακολουθεί και εφαρμόζει το κοινοδίκαιο. Οποιαδήποτε απόκλιση από τις πιο πάνω αρχές θα είχε αρνητικές και ανεπιθύμητες επιπτώσεις στη δομή και την ιεραρχία του ακολουθητέου συστήματος δικαίου και τη βεβαιότητα του (βλ. Τράπεζα Κύπρου v. Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Αίτηση 63/2009/21.12.2009).

 

2. Όσον αφορά το επιτρεπτό του περιορισμού και τη μη εφαρμογή του σκεπτικού της Χαραλάμπους στις υποθέσεις των αποκοπών από τις συντάξεις, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι μας υποστήριξαν τα ακόλουθα:

(α). Νομολογιακό έρεισμα της επίδικης κρίσης ήταν τα όσα είχαν διακηρυχθεί με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο στην υπόθεση Κουτσελίνη. Το σχετικό απόσπασμα παρατίθεται αυτούσιο πιο κάτω:

Στην προκείμενη περίπτωση, επομένως, θα πρέπει να αντιπαραβληθεί και να συγκριθεί η προαναφερόμενη πρόνοια του άρθρου 3(β) του Νόμου με το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Το Άρθρο 23 του Συντάγματος παρέχει μεγαλύτερη προστασία από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Ενώ το άρθρο 1 επιτρέπει τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος, για λόγους δημόσιας ωφέλειας, το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος δεν περιλαμβάνει το δημόσιο συμφέρον ή τη δημόσια ωφέλεια στους λόγους περιορισμού του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, που επιτρέπονται. Το Άρθρο 23.3 προνοεί ρητά ότι τέτοιοι περιορισμοί μπορούν να τεθούν μόνο για σκοπούς της δημόσιας ασφάλειας, της δημόσιας υγείας, των δημοσίων ηθών, της πολεοδομίας, της ανάπτυξης και χρησιμοποίησης ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημοσίας ωφελείας και την προστασία των δικαιωμάτων τρίτων.» 

(β). Στην έννομη τάξη της Κύπρου (βλ. Αρ. 179(1) του Συντάγματος) το Σύνταγμα αποτελεί τον υπέρτατο νόμο του Κράτους. Ως εκ τούτου το άρθρο 23 του Συντάγματος υπερέχει του πιο πάνω πρώτου πρωτόκολλου το οποίο αποτελεί μέρος Διεθνούς Σύμβασης και υπερέχει μόνο των νομοθετικών διατάξεων (βλ. αρ. 169(3) του Συντάγματος). Στην έννομη τάξη της Κύπρου η ιεραρχία των πηγών δικαίου έχει ως εξής: Κοινοτικό Δίκαιο, Σύνταγμα, Διεθνείς Συμβάσεις Νόμοι της Βουλής των Αντιπροσώπων, Δευτερογενής Νομοθεσία (βλ. Δημοκρατίας v. Αντωνιάδη Α.Ε. 41/2009/03.06.2009 και Πέτρου v. Ηλία, Έφεση 15/2009/16.06.2010).

(γ). Η απόφαση στην Κουτσελίνη είναι μεταγενέστερη της Χαραλάμπους. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην Κουτσελίνη δεν έχει αγνοήσει την Χαραλάμπους. Έκαμε σχετική αναφορά. Επομένως την είχε υπόψη του.

(δ). Θέση μας είναι ότι ο λόγος (ratio) της Χαραλάμπους εδράζεται αποκλειστικώς επί της μικρής αποκοπής. Επομένως οι δύο αποφάσεις δεν είναι συγκρουόμενες. Ακόμη και να ήταν συγκρουόμενες το Πρωτόδικο Δικαστήριο πολύ ορθά έχει υιοθετήσει την Κουτσελίνη που είναι μεταγενέστερη απόφαση. Αυτή η αρχή έχει βεβαιωθεί στην Ιωσηφίδη v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490 στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

«Σε περίπτωση που υπάρχουν συγκρουόμενες αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου πάνω σε ένα ζήτημα, οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην πρωτόδική τους δικαιοδοσία, οφείλουν, και τούτο είναι ορθό, να θεωρούν ότι δεσμεύονται και να ακολουθούν την τελευταία, εφόσον αυτή ασχολήθηκε και δεν αποδέχθηκε την προηγούμενη ή τις προηγούμενες. Εξαίρεση μπορούν να αποτελέσουν μόνο οι τυχόν αποφάσεις της Ολομέλειας που λήφθηκαν per incuriam, δηλαδή εξ αβλεψίας ή εν αγνοία προηγούμενης απόφασης ή αποφάσεων της Ολομέλειας, πάνω στο ίδιο θέμα, ή εν αγνοία νομοθετικής διατάξεως. Σε τέτοια περίπτωση ο πρωτόδικος δικαστής έχει την ευχέρεια να επιλέξει ποια να ακολουθήσει».

 

3. Όσον αφορά τους ισχυρισμούς για λανθασμένη εφαρμογή της απόφασης Κουτσελίνη στις υποθέσεις για πάγωμα προσαυξήσεων και τιμαριθμικών αυξήσεων, αλλά και για την επιβολή του 3% στον μηνιαίο μισθό των δημοσίων υπαλλήλων, ως εισφορά στο κυβερνητικό σχέδιο σύνταξης, οι ευπαίδευτοι συνήγοροί μας υποστήριξαν τα ακόλουθα:

(α). Τόσο η προσαύξηση, όσο και το τιμαριθμικό επίδομα αποτελούν μέρος των ακαθάριστων απολαβών των εργαζομένων, και συνιστούν ιδιοκτησία. Η μη παραχώρησή τους για την περίοδο ισχύος του επίμαχου Νόμου, συνιστά αποστέρησή τους για όσο διαρκεί αυτή η περίοδος. Συναφές θέμα εξετάστηκε στην Μαρία Κουτσελίνη Ιωαννίδου κ.ά., στην οποία κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι η αναστολή στην καταβολή της σύνταξης, δεν ήταν αναστολή υπό την έννοια ότι θα καταβαλλόταν αναδρομικά στους εκεί αιτητές, αλλά ότι έχαναν ουσιαστικά το δικαίωμα τους σε σύνταξη.

(β). Ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει βασισθεί επί της Κουτσελίνη. Ούτε και διαφοροποιείται η κατάσταση επειδή η Κουτσελίνη αναφερόταν σε συντάξεις ενώ οι άλλες αναφέρονται σε μη καταβολή της προσαύξησης ή/και του τιμαριθμικού επιδόματος και/ή τη μισθοδοσία. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι τόσο η σύνταξη, όσο και ο μισθός και οι προσαυξήσεις/τιμαριθμικό επίδομα αποτελούν περιουσία. Επί του προκειμένου η Κουτσελίνη έχει διακηρύξει ότι οποιαδήποτε επέμβαση επί της περιουσίας είναι ανεπίτρεπτη γιατί παραβιάζει το αρ. 23.3 του Συντάγματος. Κατά τα άλλα ισχύουν τα όσα έχουμε προβάλει σε σχέση με την αυστηρή προσήλωση στη Νομολογία. 

(γ). Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων σε σχέση με την επιβολή του 3% στον μηνιαίο μισθό των δημοσίων υπαλλήλων, ως εισφορά στο κυβερνητικό σχέδιο σύνταξης, στηρίζεται το συμπέρασμα της απόφασης μειοψηφίας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. 

(δ). Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση μειοψηφίας, αγνοώντας την σαφή περί του αντιθέτου καταγραφή στο ίδιο το κείμενο του Νόμου θεώρησε ότι ουσιαστικά η αποκοπή του 3% ανταποκρίνεται αυτόματα σε αποζημίωση και/ή ανταπόδοση υπέρ του αιτητή και άρα ότι δικαιολογείται για τον λόγο αυτόν η αποκοπή ως μη αντισυνταγματική.

(ε). Η απόφαση της μειοψηφίας είναι λανθασμένη και διότι παρερμηνεύει το ίδιο το κείμενο του Νόμου. Αντίθετα η απόφαση πλειοψηφίας θέτει το θέμα στην ορθή του διάσταση, με αναφορά στην πρώτη επιφύλαξη του άρθρου 4 του επίδικου Νόμου η οποία προνοεί ότι: «Νοείται ότι, οι αποκοπές που γίνονται δυνάμει του παρόντος νόμου δεν καθιστούν το Κυβερνητικό Σχέδιο Συντάξεων ή οποιοδήποτε σχέδιο συντάξεων όμοιο μ΄ αυτό, ως σχέδιο με εισφορές, για σκοπούς του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, δεδομένου ότι ούτε το ύψος ούτε ο τρόπος υπολογισμού των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων στηρίζεται στις εν λόγω αποκοπές ή συνδέεται μ' οποιοδήποτε τρόπο μ' αυτές».

(στ). Oρθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει βασισθεί επί της Κουτσελίνη. Ούτε και διαφοροποιείται η κατάσταση επειδή η Κουτσελίνη αναφερόταν σε συντάξεις ενώ η παρούσα αναφέρεται σε αποκοπή 3% του μισθού. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι τόσο η σύνταξη όσο και ο μισθός αποτελούν περιουσία. Επί του προκειμένου η Κουτσελίνη έχει διακηρύξει ότι οποιαδήποτε επέμβαση επί της περιουσίας είναι ανεπίτρεπτη γιατί παραβιάζει το αρ. 23.3 του Συντάγματος.