Εξοχικά Διαμερίσματα ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.

Περισσότερα »

Εγγραφή Μέλους

Περισσότερα »

Εκπτωτικό Σχέδιο Μελών ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.

Περισσότερα »

Τα νέα του Κλάδου Συνταξιούχων ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.

Περισσότερα »

Η Πλήρης Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου με ομόφωνη απόφαση που εκδόθηκε στις 16 Ιουλίου 2019, απέρριψε κοινό αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και της ευπαίδευτης συνηγόρου της Αρχής Λιμένων Κύπρου, που εμφανίστηκαν για τους εφεσείοντες, για εξαίρεση αριθμού Δικαστών περιλαμβανομένου και του Προέδρου για τους ακόλουθους λόγους:

 

(α) Έξι Δικαστές είναι σύζυγοι (ή γονείς) Δημοσίων Υπαλλήλων ή συνταξιούχων Δημοσίων Υπαλλήλων, που δεν είναι διάδικοι στις παρούσες εφέσεις, ούτε και καταχώρησαν σχετικές προσφυγές,

 

(β) έξι Δικαστές (εκ των οποίων τρεις συμπεριλαμβάνονται στους πιο πάνω υπό (α) έξι) καταχώρισαν προσφυγές στο Διοικητικό Δικαστήριο, ζητώντας την ακύρωση της διοικητικής απόφασης για μείωση του μισθού τους εξαιτίας του ότι είναι και λήπτες σύνταξης κοινωνικών ασφαλίσεων, στηριζόμενοι, μεταξύ άλλων, στο Άρθρο 23 του Συντάγματος και, 

 

(γ) ειδικά για τον Πρόεδρο ότι έχει αντιδικία με την Αρχή Λιμένων Κύπρου, η οποία βρίσκεται στο στάδιο της έφεσης και αφορά σε ακίνητο της οικογένειας του το οποίο απαλλοτριώθηκε πριν 50 χρόνια για σκοπούς κατασκευής Λιμένος στη Λάρνακα.

 

Επιβάλλεται να τονιστεί ότι οι υπό αναφορά αιτητές δήλωσαν ευθέως ότι δεν τίθεται προς αμφισβήτηση η εντιμότητα και ακεραιότητα των Μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Αξίζει να τονιστεί επίσης ότι οι εφέσεις αυτές τέθηκαν ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου μετά από απόφαση του Τριμελούς Εφετείου ενώπιον του οποίου εκκρεμούσαν, κατόπιν αιτήματος του Γενικού Εισαγγελέως, με το οποίο συμφώνησαν όλες οι πλευρές. Οι λόγοι που προβλήθηκαν, είναι η μεγάλη συνταγματική και πολιτειακή τους σημασία και οι δραστικές συνέπειες που ενδεχομένως θα έχει η απόφαση, τόσο στην εθνική οικονομία, όσο και σε δεκάδες χιλιάδες υπαλλήλους του Δημόσιου και Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα. Σημειώνεται περαιτέρω πως το Τριμελές Εφετείο, πριν λάβει την απόφασή του για παραπομπή των εν λόγω εφέσεων στην Πλήρη Ολομέλεια, είχε διαβούλευση με όλα τα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθείται.

 

Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας, μεταξύ άλλων, τονίστηκαν τα ακόλουθα:

 

Οι Συνταγματικές και Νομικές αρχές που ακολουθούνται στα σύγχρονα δικαστικά συστήματα, για θέματα εξαιρέσεων Δικαστών, είναι, γενικά, οι εξής:

 

1. Οι συνθήκες υπό τις οποίες ένας Δικαστής οφείλει, κατά κανόνα, να εξαιρεθεί είναι όταν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος μεροληψίας ή εύλογη υποψία μεροληψίας, εκ μέρους του,  και αφορά κυρίως τις εξής περιπτώσεις: 

 

   (α) όταν έχει άμεσο οικονομικό συμφέρον από την έκβαση της υπόθεσης,

 

   (β) όταν έχει στενή φιλία ή εχθρότητα με τους διαδίκους, και

 

   (γ) για άλλους λόγους που, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, επιβάλλουν την εξαίρεσή του.

 

2. Αυτοεξαίρεση Δικαστή για μη σοβαρό λόγο, ο οποίος δεν συνιστά έγκυρο λόγο εξαίρεσης, μπορεί να θεωρηθεί ως παράλειψη του Δικαστή να εκτελέσει το Δικαστικό του καθήκον και ως μη επιτρεπτή παρέμβαση των διαδίκων στην επιλογή του Δικαστή της υπόθεσης τους, κατά παράβαση του κανόνα για απρόσωπο τρόπο απονομής της δικαιοσύνης. Η ανάγκη διασφάλισης της υποκειμενικής και αντικειμενικής αμεροληψίας του Δικαστηρίου θα πρέπει να συμβιβάζεται με την ανάγκη για ορθή λειτουργία του Δικαστικού Συστήματος.

 

Οι αρχές περί εξαίρεσης, πέραν της πάγιας νομολογιακής αποκρυστάλλωσής τους, έχουν ενσωματωθεί στον Οδηγό Δικαστικής Συμπεριφοράς που υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο (Αναθεωρημένη Έκδοση Μαΐου 2019).

 

3. Σε περιπτώσεις που δεν μπορεί να συγκροτηθεί άλλο νόμιμο Δικαστήριο για να εκδικάσει μιαν υπόθεση, είναι επιτρεπτό, δυνάμει του Δικαίου της Ανάγκης, να μετέχουν στη σύνθεση του Δικαστηρίου και Δικαστές που έχουν ακόμη και άμεσο οικονομικό συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης, κατά παρέκκλιση προς το γενικό κανόνα.

 

4. Έχοντας τις προαναφερόμενες αρχές υπόψη, καταλήγουμε στα εξής συμπεράσματα:

 

   (α) Οι εφέσεις αυτές τέθηκαν ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για πολύ καλούς λόγους που είναι (i) τα θεμελιακά συνταγματικά θέματα που εγείρονται και (ii) η σημασία, ενδεχομένως, των συνεπειών τους

 

   (β) Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι το Ανώτατο Δικαστικό Όργανο της χώρας και στην περίπτωση ερμηνείας του Συντάγματος, εκτελεί τα καθήκοντα του, υπό του Συντάγματος ιδρυθέντος, Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (Δέστε: Ν. 33/1964). Μεταξύ άλλων έχει εξουσία απόκλισης από δεσμευτικό προηγούμενο, υπό προϋποθέσεις. Στην Πλήρη Ολομέλεια μετέχει ο Πρόεδρος και τα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Hadjisavvas v. The Republic (1986) 2 CLR, 154 αποφασίστηκε ότι ο Νόμος 33/1964 και ειδικά το άρθρο 11(3) παρέχει εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να αναλαμβάνει την εκδίκαση μιας υπόθεσης ή να αποφασίζει τη διεύρυνση του Σώματος για σκοπούς ακρόασης έφεσης, όπως έγινε, εν προκειμένω. 

 

   (γ) Η Πλήρης Ολομέλεια συνεδριάζει όχι κατά το δοκούν, αλλά σπάνια και προς τελεσίδικη επίλυση ύψιστων συνταγματικών θεμάτων ή προς ευθυγράμμιση της νομολογίας επί ορισμένου θέματος εφόσον παρατηρείται απόκλιση σε αποφάσεις των Εφετείων.

 

   (δ) Η Πλήρης Ολομέλεια έχει το βάρος, αλλά και την ευθύνη της συλλογικότητας όλων των Ανώτατων Δικαστών της Δημοκρατίας. Η συλλογική συνείδηση εκτέλεσης του ύψιστου καθήκοντος της εκδίκασης θεμελιακών ζητημάτων που άπτονται των ατομικών ελευθεριών κατοχυρωμένων από το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Συνθήκη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν επιτρέπει, κατά κανόνα, εξαιρέσεις. Διαφορετικά η Πλήρης Ολομέλεια καταργείται ως θεσμός και η Πολιτεία παύει να έχει τον κατ’ εξοχή θεματοφύλακα, στον οποίο το Σύνταγμα εμπιστεύθηκε επίλυση ζητημάτων λειτουργίας της Πολιτείας, αλλά και των πολιτών της. 

 

   (ε) Αποτελεί υποχρέωση της Πλήρους Ολομέλειας να διατηρήσει την πλήρη σύνθεσή της. Όταν ζητήθηκε η διεύρυνση του Εφετείου και η παραπομπή των εφέσεων ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας, πιστεύουμε ότι οι εφεσείοντες ήθελαν να έχουν την απόφαση αυτού του Σώματος, αφού ακουστούν τα εκατέρωθεν επιχειρήματα τα οποία είναι αμιγώς νομικής και συνταγματικής υφής και ουδόλως σχετίζονται με ζητήματα μαρτυρίας ή αξιοπιστίας μαρτύρων.

 

   (στ) Με δεδομένα όλα τα αιτήματα εξαίρεσης, όχι μόνο Πλήρης Ολομέλεια (δεκατριών Δικαστών) ή τουλάχιστον επτά Δικαστών, δεν μπορεί να συγκροτηθεί, αλλά ούτε καν Τριμελές Εφετείο, (όπου τα κωλύματα εφαρμόζονται πιο αυστηρά), θα είναι δυνατό να συγκροτηθεί.

 

   (ζ) Θεωρούμε ότι εν προκειμένω ενεργοποιείται ο Κανόνας της Ανάγκης, όπως επεξηγήθηκε, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Saskatchewan και Φυλακτού (ανωτέρω), στους Halsbury΄s Laws of England (4η έκδοση), Τόμος Ι (ι), παράγραφος 93, σελ. 174 και όπως αναγνωρίζεται στις επεξηγηματικές σημειώσεις των Αρχών Δικαστικής Δεοντολογίας Bangalore (Commentary on The Bangalore Principles of Judicial Conduct – September 2007). Οι αρχές αυτές έχουν κωδικοποιηθεί στη σχετική Δικαστική Πρακτική, έτσι ώστε ο κανόνας αποκλεισμού να μην ισχύει σε υποθέσεις της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Παραθέτουμε εν προκειμένω, την ακόλουθη σχετική επεξήγηση:

 

   (η) Η γενική αρχή του Κανόνα της Ανάγκης, που ισχύει και στο Κοινό Δίκαιο, θέτει ότι όταν τέτοιος αριθμός Μελών του μοναδικού αρμοδίου Δικαστηρίου επηρεάζεται από κώλυμα που επιβάλλει την εξαίρεσή τους, ώστε να μην μπορεί να συγκροτηθεί τέτοιο Δικαστήριο, τότε όλα τα Μέλη του Δικαστηρίου έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να ακούσουν και να αποφασίσουν την υπόθεση. Στην προκείμενη περίπτωση σχεδόν όλα τα Μέλη επηρεάζονται, σε βαθμό που είναι αδύνατη η συγκρότηση Δικαστηρίου προς εκδίκαση.

 

   (θ) Κρίνουμε, υπό τις περιστάσεις, ότι το δικαστικό μας καθήκον υπερέχει και επιβάλλει όπως οι εξαιρετικά σημαντικές και κρίσιμες αυτές υποθέσεις κριθούν από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με Δεκατριμελή σύνθεση, ως η απόφασή μας.

 

Είναι αναγκαίο δηλαδή, όπως όλοι οι Δικαστές, μηδενός εξαιρουμένου, συμμετέχουν, ανεξαρτήτως κωλυμάτων, ώστε να συγκροτηθεί νομίμως Πλήρης Ολομέλεια για την εκδίκαση αυτών των εξαιρετικά σημαντικών Εφέσεων, όπως ήταν και παραμένει το αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα, το οποίον εγκρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, με τη συμφωνία όλων των πλευρών και η απόφαση εκείνη ουδέποτε αμφισβητήθηκε.