Εξοχικά Διαμερίσματα ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.

Περισσότερα »

Εγγραφή Μέλους

Περισσότερα »

Εκπτωτικό Σχέδιο Μελών ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.

Περισσότερα »

Τα νέα του Κλάδου Συνταξιούχων ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.

Περισσότερα »

Η Οργάνωσή μας αναγνωρίζοντας ότι το 2011 και 2012 υφίστατο επιτακτικό δημόσιο συμφέρον που δικαιολογούσε απόλυτα τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της οικονομικής (τραπεζικής) κρίσης εισηγήθηκε τη λήψη γενικών μέτρων στη βάση της αρχής της ισότητας και της αρχής της αναλογικότητας. 

 

Στο Άρθρο 24 του Συντάγματος ορίζεται ότι «έκαστος υποχρεούται να συνεισφέρει εις τα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεων αυτού» και στο Άρθρο 28 ότι «πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχωσι ίσης προστασίας και μεταχειρίσεως».

 

Από το συνδυασμό των Άρθρων 24 και 28 συνάγεται ότι ο νομοθέτης δύναται καταρχήν να επιβάλει στους πολίτες, προς εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, επιβαρύνσεις για την αντιμετώπιση ορισμένης επείγουσας ανάγκης ή κατάστασης κρίσης, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι αυτές κατανέμονται ισότιμα μεταξύ των πολιτών ανάλογα με τις δυνάμεις του καθενός και με την τήρηση των αρχών της προσφορότητας και της αναγκαιότητας.

 

Ο διαπρεπής συνταγματολόγος Αριστόβουλος Μάνεσης στο σύγγραμμα του «Συνταγματική Θεωρία και Πράξη» σελ. 320 επεξηγεί ότι η συνταγματικά κατοχυρωμένη ισότητα του Νόμου νοείται ως αναλογική ισότητα. Και αυτό σημαίνει ότι ίση ρύθμιση υφίσταται - είτε εις πρόσωπα είτε εις πράγματα είτε εις σχέσεις είτε εις καταστάσεις αφορά αυτή - όταν ενεργείται ομοία μεταχείριση των ομοίων και ανομοία μεταχείριση των ανομοίων. Η όμοια μεταχείριση δια να είναι ίση προϋποθέτει ομοιότητα των υπό ρύθμιση θεμάτων. Αναφορικά με το δικαστικό έλεγχο ο καθηγητής Μάνεσης υποδεικνύει, ότι ο Δικαστής οφείλει να ερευνά αν υφίσταται πράγματι ομοιότητα των υπό ρύθμιση θεμάτων. Και για το σκοπό αυτό αποβλέπει στις ουσιώδεις ομοιότητές των και με βάση αυτές να εκτιμά την αντικειμενική ύπαρξη ομοιότητας ή ανομοιότητας. Πρέπει επίσης ο Δικαστής να έχει υπόψη, ότι ο νομοθέτης δικαιούται να κινείται με διακριτική ευχέρεια «εντός ευρέων πλαισίων» κατά την εκτίμηση της ομοιότητας ή μη των υπό ρύθμιση θεμάτων και κατά τη θέσπιση ίσης ρύθμισης.

 

Οι ίδιες θέσεις διατυπώνονται και στο σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου «Συνταγματικό Δίκαιο - Ατομικά Δικαιώματα», Τόμος Β, παραγ. 1352-53. Σε σχέση με το δικαστικό έλεγχο παρατηρείται, ότι η δέσμευση του Νομοθέτη από την αρχή της ισότητας, δε σημαίνει εξουσιοδότηση προς τα δικαστήρια να ελέγχουν αν και κατά πόσο ένας νόμος είναι «δίκαιος», «ορθός», «εύλογος» ή και «σκόπιμος». Δεδομένου μάλιστα ότι δεν υπάρχει απόλυτη πραγματική ισότητα δεν απαιτεί ούτε το Σύνταγμα από το Νομοθέτη μαθηματικά ίση μεταχείριση «ομοίων» περιπτώσεων, που θα ήταν άλλωστε λογικά ανέφικτη (Βλ. και Γιασεμίδου κ.α. ν. Δημοτικού Συμβουλίου κ.α. (Αρ. 2) (1996) 3 Α.Α.Δ. 491).

 

 Δυστυχώς οι θέσεις και εισηγήσεις μας τόσο για τα αίτια της κρίσης όσο και για την επιτυχή αντιμετώπιση της αντιμετωπίστηκαν αρνητικά. Και η Βουλή των Αντιπρόσωπων αντί γενικών μέτρων ψήφισε σειρά νομοθετημάτων δυνάμει των οποίων επιβλήθηκαν οδυνηρά μέτρα στους εργαζόμενους και συνταξιούχους του ευρύτερου δημόσιου τομέα.

 

Να θυμίσω ότι παρά την αντίθεσή μας στα αντεργατικά μέτρα που λήφθηκαν το 2011 και 2012, από μέρους μας υπήρξε αντίδραση, αποκλειστικά και μόνο, για τη συνταγματική εκτροπή. Συνειδητά, με υπευθυνότητα και με έγνοια για το μέλλον του τόπου αποφύγαμε τις όποιες κινητοποιήσεις και δυναμικές αντιδράσεις και περιοριστήκαμε στην καταχώρηση προσφυγών ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δηλώνοντας εξ υπαρχής ότι θα σεβαστούμε την όποια ετυμηγορία του δικαστηρίου. 

 

Μετά από επτά χρόνια δικαιώθηκαν οι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι του ευρύτερου δημόσιου τομέα και αντί να αναγνωριστεί το γεγονός ότι με παράνομο τρόπο οι μεν εν ενεργεία υπάλληλοι αποστερούνται σημαντικού μέρους των απολαβών τους και των δικαιουμένων προσαυξήσεων και του τιμαριθμικού επιδόματος, οι δε συνταξιούχοι σημαντικού μέρους της σύνταξής τους, επιζητείται η συνέχιση της παρανομίας αντί της λήψης σύννομων μέτρων για την αντιμετώπιση των οποιωνδήποτε δημοσιονομικών κινδύνων. 

 

Παρενθετικά αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση τα επίσημα στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας το κράτος, μεταξύ των ετών 2011 και 2018, οι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι του  ευρύτερου δημόσιου τομέα στερήθηκαν με παράνομο τρόπο περί τα τρία δισεκατομμύρια ευρώ. Αναντίλεκτα οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα πλήρωσαν πολύ μεγαλύτερο τίμημα.  Από τις αποκοπές του δημοσίου ωφελήθηκε το κράτος, από τις απολύσεις προσωπικού και μειώσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα ωφελήθηκαν οι επιχειρηματίες μας. Αυτή ήταν και η «συνεισφορά» του επιχειρηματικού κόσμου για την αντιμετώπιση της κρίσης.

 

Οι ακυρωτικές αποφάσεις προκάλεσαν ποικίλες αντιδράσεις. Κάποιοι επέκριναν το δικαστήριο, άλλοι αναφέρθηκαν σε δημοσιονομική βόμβα 5 δις ευρώ και τέλος πρόσωπα της εξουσίας σε μια προσπάθεια να καθησυχάσουν όσους αγωνιούσαν με «υπευθυνότητα» έδωσαν τη διαβεβαίωση ότι «θα στηθούν μπλόκα για εξουδετέρωση της απόφασης του δικαστηρίου».            

 

Με βάση τα επίσημα στοιχεία η απώλεια από τις παράνομες αποκοπές για την περίοδο 2019-2022 υπολογίζονται γύρω στα 800 εκατ. ευρώ. Και σύμφωνα με πρόσφατη αξιολόγηση του οίκου Fitch δεν θα υπονομεύσουν την πτωτική πορεία του χρέους.

 

Δεν αξίζει τον κόπο να ασχοληθούμε και/ή να σχολιάσουμε τα όσα ανεπίτρεπτα είδαν το φως της δημοσιότητας σε σχέση με το δικαστήριο και/ή τις επιπτώσεις στην οικονομία ως αποτέλεσμα των υπό αναφορά ακυρωτικών αποφάσεων. Για μας είναι ευχάριστο το γεγονός ότι ο Γενικός Εισαγγελέας επέβαλε τη θέση του στη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Προεδρικό τη Δευτέρα, στην παρουσία του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η καταχώρηση έφεσης και η υποβολή αιτήματος για αναστολή των υπό αναφορά ακυρωτικών αποφάσεων είναι η μόνη νόμιμη διαδικασία που προσφέρει το Σύνταγμα. Είναι το Ανώτατο Δικαστήριο στην Έφεση που θα αποφασίσει τελεσίδικα για την ορθότητα των πρωτόδικων αποφάσεων.

 

Τελειώνοντας, χωρίς καμιά επιφύλαξη, θα συμφωνήσω με τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αναφορικά με την αναδρομικότητα της εφαρμογής των αποφάσεων του Διοικητικού Δικαστηρίου. Δηλαδή συμφωνώ ότι δικαιούνται σε αναδρομική καταβολή αποκοπών που έγιναν αντισυνταγματικά μόνο οι αιτητές που έχουν προσφύγει. 

 

(Γλ. Χατζηπέτρου)
Γεν. Γραμματέας