Εξοχικά Διαμερίσματα ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.

Περισσότερα »

Εγγραφή Μέλους

Περισσότερα »

Εκπτωτικό Σχέδιο Μελών ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.

Περισσότερα »

Τα νέα του Κλάδου Συνταξιούχων ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ.

Περισσότερα »

Η Οργάνωσή μας, συνειδητοποιώντας έγκαιρα τους κινδύνους από την πρωτόγνωρη χρηματοπιστωτική κρίση, με σειρά άρθρων που δημοσιεύτηκαν στο «Δημόσιο Υπάλληλο» στη διετία 2010-2011, εναγωνίως ζητούσε τη λήψη των κατάλληλων μέτρων για αντιμετώπισή της. Στα άρθρα αυτά, χωρίς περιστροφές επισημαίναμε ότι το αδύνατο σημείο της Κυπριακής Οικονομίας ήταν ο τραπεζικός τομέας και ειδικότερα η έκθεσή του στην Ελληνική Οικονομία, τόσο λόγω της αγοράς Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, όσο και για τα δάνεια που οι Τράπεζες μας χορήγησαν σε Ελληνικές Επιχειρήσεις και Νοικοκυριά. Παράλληλα με τις προειδοποιήσεις μας επισημαίναμε την ανάγκη για την υιοθέτηση δίκαιων και ισοζυγισμένων μέτρων για αντιμετώπιση της κρίσης. Μάλιστα παραπέμπαμε στα νομοθετήματα που ψηφίστηκαν το 1974 για την αντιμετώπιση των συνεπειών της τούρκικης εισβολής. 

 

Οι θέσεις και εισηγήσεις μας ατυχώς έπεσαν σε ώτα μη ακουόντων, ενώ χλευάστηκαν και πολεμήθηκαν από τις εργοδοτικές Οργανώσεις, οι οποίες ανερυθρίαστα στοχοποιούσαν το δημόσιο τομέα για τις αλλεπάλληλες υποβαθμίσεις της Κυπριακής οικονομίας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης. Με τις θέσεις των εργοδοτικών Οργανώσεων συντάχτηκαν τόσο η τότε Κυβέρνηση όσο και τα πολιτικά κόμματα, η δε κοινή γνώμη είχε πειστεί ότι για τα οικονομικά μας προβλήματα ευθυνόταν ο δημόσιος τομέας. Επικράτησε επίσης η άποψη ότι η λύση του προβλήματος ήταν η μείωση των μισθών και των συντάξεων.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη συζήτηση των μέτρων που προωθούνταν ενημερώθηκε τόσο η Κυβέρνηση όσο και τα πολιτικά κόμματα ότι σύμφωνα με γνωμάτευση του κ. Αλέκου Μαρκίδη, ημερομηνίας 12.08.2011, «δεν μπορεί να επιβληθεί διά νόμου περιορισμός περιουσιακών δικαιωμάτων για λόγους δημοσίου συμφέροντος, καθότι ένας τέτοιος νόμος θα είναι αντισυνταγματικός ως προσκρούων στο Άρθρο 23.3 του Συντάγματος».

 

Όπως αναφέρεται στην Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού ημερ. 26.08.2011, την ίδια νομική θέση επανέλαβε και ο τότε Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ. Πέτρος Κληρίδης. Ειδικότερα ο κ. Κληρίδης ανέφερε τα ακόλουθα:

«Το δικαίωμα σύνταξης είναι περιουσιακό δικαίωμα και οποιαδήποτε επέμβαση σε αυτό είναι αντισυνταγματική. Σύμφωνα με νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δικαιώματα που προκύπτουν από νόμο και επακόλουθα αποτελούν το αντικείμενο συμβατικών δεσμεύσεων δεν μπορεί να παραμεριστούν μονομερώς με την κατάργηση ή τον περιορισμό των σχετικών διατάξεων του νόμου που αποτελούν πηγή του δικαιώματος. Εφόσον τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των υπαλλήλων έχουν καθοριστεί με συγκεκριμένο νόμο και παρέχονται με βάση την αμοιβή κατά το χρόνο της αφυπηρέτησης, οποιαδήποτε επέμβαση στο περιουσιακό αυτό δικαίωμα είναι αντίθετη με το Σύνταγμα».    

 

Ενόψει των όσων αναφέρονται ανωτέρω είναι φανερό ότι δεν λήφθηκαν υπόψη ή αγνοήθηκαν οι πιο πάνω γνωματεύσεις. Και οι πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις δικαιώνουν πλήρως τις θέσεις αυτές.    

 

Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη έκδοση της εφημερίδας, με απόφαση της Νομικής Υπηρεσίας καταχωρίστηκε έφεση ενάντια την πρωτόδικη απόφαση για τις περικοπές στις συντάξεις και αίτημα για έκδοση διατάγματος αναστολής της ακυρωτικής απόφασης. Εξ όσων έχουμε πληροφορηθεί μελετάται η καταχώρηση έφεσης και ενάντια στην ακυρωτική απόφαση για τα εφάπαξ.

 

Πληροφοριακά αναφέρεται ότι έχουμε καταχωρήσει ένσταση στο αιτούμενο διάταγμα αναστολής και οι λόγοι της ένστασης είναι:

(α). Η καταχώρηση Έφεσης δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης, ούτε μειώνει το κύρος της πρωτόδικης απόφασης.

(β). Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που να δικαιολογούν την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

(γ). Η αίτηση που καταχώρησαν οι Καθ’ ων η Αίτηση/Εφεσείοντες συνοδεύεται από ένορκη δήλωση της κας. Ειρήνης Νεοφύτου, Δικηγόρου της Δημοκρατίας Α΄. Στην ένορκη αυτή δήλωση ουσιαστικά δεν αποκαλύπτεται οποιοσδήπότε λόγος που να δικαιολογεί την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, γιατί δεν προβάλλονται γεγονότα που να δείχνουν ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση/Εφεσείοντες θα υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά, αν δεν ανασταλεί η εκτέλεση της ακυρωτικής απόφασης και/ή ότι θα εξανεμιστεί το δικαίωμα έφεσης. 

(δ). Η διασφάλιση της λειτουργίας της πολιτείας μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας, καθιστά την αναστολή πραγματικά εξαιρετικό μέτρο, δεδομένου ότι μετά την ακύρωση, ο παραμερισμός της ακυρωθείσας απόφασης συνιστά μορφή εκτροπής από τη νομιμότητα, που αποδυναμώνει την αρχή του κράτους δικαίου, στην οποία θεμελιώνεται η κυπριακή πολιτεία.

(ε). Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκείται με εξισορρόπηση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων της διασφάλισης του τελεσφόρου της πρωτόδικής απόφασης αφενός, και της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος έφεσης αφετέρου. Η εξισορρόπησή τους επιβάλλει τη στάθμιση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με τις επιπτώσεις της αναστολής, ώστε ο επιτυχών διάδικος να μην αποστερείται τους καρπούς της επιτυχίας του εκ μόνου του γεγονότος ότι εκκρεμεί η εκδίκαση της έφεσης και η διασφάλιση του δικαιώματος για άσκηση έφεσης.

(στ) Η επίκληση της αύξησης των δαπανών για συντάξεις και η διατήρηση του δημοσιονομικού σχεδιασμού που πρόβαλαν οι συνήγοροι των Εφεσειόντων είναι παραπλανητική και εν πάση περιπτώσει δεν αποτελούν λόγους που να δικαιολογούν τη χορήγηση της αιτούμενης αναστολής. 

(η). Η θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων των Εφεσειόντων ότι η μη αναστολή της ακυρωτικής απόφασης εξωθεί τους Καθ’ ων η αίτηση/Εφεσείοντες σε μη ηθελημένη παράβαση του Άρθρου 146.5 του Συντάγματος και/ή σε καταφρόνηση της δικαστικής απόφασης είναι το λιγότερο ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ, αφού παραβιάζει κάθε αρχή δικαίου. 

 

(Γλ. Χατζηπέτρου)
Γεν. Γραμματέας